헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ξαίνω

형태분석: ξαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 때리다, 두드리다, 치다, 옷 입히다, 옷을 입히다
  1. to comb or card
  2. to full or dress
  3. to dress, thrash, beat, mangled

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξαίνω

ξαίνεις

ξαίνει

쌍수 ξαίνετον

ξαίνετον

복수 ξαίνομεν

ξαίνετε

ξαίνουσιν*

접속법단수 ξαίνω

ξαίνῃς

ξαίνῃ

쌍수 ξαίνητον

ξαίνητον

복수 ξαίνωμεν

ξαίνητε

ξαίνωσιν*

기원법단수 ξαίνοιμι

ξαίνοις

ξαίνοι

쌍수 ξαίνοιτον

ξαινοίτην

복수 ξαίνοιμεν

ξαίνοιτε

ξαίνοιεν

명령법단수 ξαίνε

ξαινέτω

쌍수 ξαίνετον

ξαινέτων

복수 ξαίνετε

ξαινόντων, ξαινέτωσαν

부정사 ξαίνειν

분사 남성여성중성
ξαινων

ξαινοντος

ξαινουσα

ξαινουσης

ξαινον

ξαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ξαίνομαι

ξαίνει, ξαίνῃ

ξαίνεται

쌍수 ξαίνεσθον

ξαίνεσθον

복수 ξαινόμεθα

ξαίνεσθε

ξαίνονται

접속법단수 ξαίνωμαι

ξαίνῃ

ξαίνηται

쌍수 ξαίνησθον

ξαίνησθον

복수 ξαινώμεθα

ξαίνησθε

ξαίνωνται

기원법단수 ξαινοίμην

ξαίνοιο

ξαίνοιτο

쌍수 ξαίνοισθον

ξαινοίσθην

복수 ξαινοίμεθα

ξαίνοισθε

ξαίνοιντο

명령법단수 ξαίνου

ξαινέσθω

쌍수 ξαίνεσθον

ξαινέσθων

복수 ξαίνεσθε

ξαινέσθων, ξαινέσθωσαν

부정사 ξαίνεσθαι

분사 남성여성중성
ξαινομενος

ξαινομενου

ξαινομενη

ξαινομενης

ξαινομενον

ξαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐδούλευεν γὰρ ἢ ἐθήτευεν ἢ ἄλλασ τινὰσ τέχνασ οἱάσ εἰκὸσ τοὺσ τοιούτουσ ἐμάνθανεν, σκυτεύειν ἢ τεκταίνειν ἢ περὶ πλυνοὺσ ἔχειν ἢ ἔρια ξαίνειν, ὡσ εὐεργὰ εἰή ταῖσ γυναιξὶν καὶ εὐμήρυτα καὶ κατάγοιτο εὐμαρῶσ ὁπότε ἢ κρόκην ἐκεῖναι στρέφοιεν ἢ μίτον κλώθοιεν. (Lucian, Fugitivi, (no name) 12:4)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 12:4)

  • ταυτί γέ τοι νὴ τὸν Δί’ ἐφερόμην, ἵνα πληρουμένησ ξαίνοιμι τῆσ ἐκκλησίασ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 3:2)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Prologue 3:2)

  • κᾆτα ξαίνειν ξυζωσάμενοσ κυάμουσ τρώγων· (Aristophanes, Lysistrata, Agon, pnigos2)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Agon, pnigos2)

  • εἶτα ξαίνειν ἐσ καλαθίσκον κοινὴν εὔνοιαν, ἅπαντασ καταμιγνύντασ τούσ τε μετοίκουσ κεἴ τισ ξένοσ ἢ φίλοσ ὑμῖν, κεἴ τισ ὀφείλει τῷ δημοσίῳ, καὶ τούτουσ ἐγκαταμεῖξαι· (Aristophanes, Lysistrata, Agon, antepirrheme21)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Agon, antepirrheme21)

  • λόγου δυνάμεωσ εἰρῆσθαι νομίζωσι, τὴν δὲ πρὸσ τὸν Ἀχιλλέα τὸν ἐν Σκύρῳ καθήμενον ἐν ταῖσ παρθένοισ γεγενημένην ἐπίπληξιν ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέωσ σὺ δ’, ὦ τὸ λαμπρὸν φῶσ ἀποσβεννὺσ γένουσ, ξαίνεισ, ἀρίστου πατρὸσ Ἑλλήνων γεγώσ; (Plutarch, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 13 6:1)

    (플루타르코스, Quomodo adolescens poetas audire debeat, chapter, section 13 6:1)

유의어

  1. to comb or card

  2. to full or dress

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION