- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βυσσοδομεύω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: byssodomeuō 고전 발음: [뷔소도메워:] 신약 발음: [뷔소도메워]

기본형: βυσσοδομεύω

형태분석: βυσσοδομεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: δομέω

  1. to build in the deep, to brood over, in the depth of one's soul, ponder deeply

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βυσσοδομεύω

βυσσοδομεύεις

βυσσοδομεύει

쌍수 βυσσοδομεύετον

βυσσοδομεύετον

복수 βυσσοδομεύομεν

βυσσοδομεύετε

βυσσοδομεύουσι(ν)

접속법단수 βυσσοδομεύω

βυσσοδομεύῃς

βυσσοδομεύῃ

쌍수 βυσσοδομεύητον

βυσσοδομεύητον

복수 βυσσοδομεύωμεν

βυσσοδομεύητε

βυσσοδομεύωσι(ν)

기원법단수 βυσσοδομεύοιμι

βυσσοδομεύοις

βυσσοδομεύοι

쌍수 βυσσοδομεύοιτον

βυσσοδομευοίτην

복수 βυσσοδομεύοιμεν

βυσσοδομεύοιτε

βυσσοδομεύοιεν

명령법단수 βυσσοδόμευε

βυσσοδομευέτω

쌍수 βυσσοδομεύετον

βυσσοδομευέτων

복수 βυσσοδομεύετε

βυσσοδομευόντων, βυσσοδομευέτωσαν

부정사 βυσσοδομεύειν

분사 남성여성중성
βυσσοδομευων

βυσσοδομευοντος

βυσσοδομευουσα

βυσσοδομευουσης

βυσσοδομευον

βυσσοδομευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βυσσοδομεύομαι

βυσσοδομεύει, βυσσοδομεύῃ

βυσσοδομεύεται

쌍수 βυσσοδομεύεσθον

βυσσοδομεύεσθον

복수 βυσσοδομευόμεθα

βυσσοδομεύεσθε

βυσσοδομεύονται

접속법단수 βυσσοδομεύωμαι

βυσσοδομεύῃ

βυσσοδομεύηται

쌍수 βυσσοδομεύησθον

βυσσοδομεύησθον

복수 βυσσοδομευώμεθα

βυσσοδομεύησθε

βυσσοδομεύωνται

기원법단수 βυσσοδομευοίμην

βυσσοδομεύοιο

βυσσοδομεύοιτο

쌍수 βυσσοδομεύοισθον

βυσσοδομευοίσθην

복수 βυσσοδομευοίμεθα

βυσσοδομεύοισθε

βυσσοδομεύοιντο

명령법단수 βυσσοδομεύου

βυσσοδομευέσθω

쌍수 βυσσοδομεύεσθον

βυσσοδομευέσθων

복수 βυσσοδομεύεσθε

βυσσοδομευέσθων, βυσσοδομευέσθωσαν

부정사 βυσσοδομεύεσθαι

분사 남성여성중성
βυσσοδομευομενος

βυσσοδομευομενου

βυσσοδομευομενη

βυσσοδομευομενης

βυσσοδομευομενον

βυσσοδομευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION