Ancient Greek-English Dictionary Language

βρέχω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βρέχω

Structure: βρέχ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be wetted, get wet, to bathe, soaked
  2. to rain, send rain, to rain

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρέχω βρέχεις βρέχει
Dual βρέχετον βρέχετον
Plural βρέχομεν βρέχετε βρέχουσιν*
SubjunctiveSingular βρέχω βρέχῃς βρέχῃ
Dual βρέχητον βρέχητον
Plural βρέχωμεν βρέχητε βρέχωσιν*
OptativeSingular βρέχοιμι βρέχοις βρέχοι
Dual βρέχοιτον βρεχοίτην
Plural βρέχοιμεν βρέχοιτε βρέχοιεν
ImperativeSingular βρέχε βρεχέτω
Dual βρέχετον βρεχέτων
Plural βρέχετε βρεχόντων, βρεχέτωσαν
Infinitive βρέχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
βρεχων βρεχοντος βρεχουσα βρεχουσης βρεχον βρεχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular βρέχομαι βρέχει, βρέχῃ βρέχεται
Dual βρέχεσθον βρέχεσθον
Plural βρεχόμεθα βρέχεσθε βρέχονται
SubjunctiveSingular βρέχωμαι βρέχῃ βρέχηται
Dual βρέχησθον βρέχησθον
Plural βρεχώμεθα βρέχησθε βρέχωνται
OptativeSingular βρεχοίμην βρέχοιο βρέχοιτο
Dual βρέχοισθον βρεχοίσθην
Plural βρεχοίμεθα βρέχοισθε βρέχοιντο
ImperativeSingular βρέχου βρεχέσθω
Dual βρέχεσθον βρεχέσθων
Plural βρέχεσθε βρεχέσθων, βρεχέσθωσαν
Infinitive βρέχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
βρεχομενος βρεχομενου βρεχομενη βρεχομενης βρεχομενον βρεχομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τὴν μὲν γὰρ Ἰνδικὴν ῥίζαν, ἥν φησι Μεγασθένησ τοὺσ μήτ’ ἐσθίοντασ μήτε πίνοντασ ἀλλ’ εὐστόμουσ ὄντασ ὑποτύφειν καὶ θυμιᾶν καὶ τρέφεσθαι τῇ ὀσμῇ, πόθεν ἄν τισ ἐκεῖ φυομένην λάβοι, μὴ βρεχομένησ τῆσ σελήνησ; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 24 15:2)

Synonyms

  1. to be wetted

  2. to rain

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION