βοτάνη?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: botanē
고전 발음: [보따네:]
신약 발음: [보따네]
기본형:
βοτάνη
βοτάνης
형태분석:
βοταν
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 사료, 풀, 목초지, 꼴
- 풀, 잡초
- grass, fodder, pasture
- herb
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἄμεινον δὲ αὐτὸν εἰπεῖν τὸν χρησμὸν Ἐς δίνας Ἴστροιο διιπετέος ποταμοῖο ἐσβαλέειν κέλομαι δοιοὺς Κυβέλης θεράποντας, θῆρας ὀριτρεφέας, καὶ ὅσα τρέφει Ἰνδικὸς ἀήρ ἄνθεα καὶ βοτάνας εὐώδεας αὐτίκα δ ἔσται νίκη καὶ μέγα κῦδος ἅμ εἰρήνῃ ἐρατεινῇ. (Lucian, Alexander, (no name) 48:4)
(루키아노스, Alexander, (no name) 48:4)
- Ἄτταλος δὲ ὁ Φιλομήτωρ ἐκήπευε τὰς φαρμακώδεις βοτάνας, οὐ μόνον ὑοσκύαμον καὶ ἐλλέβορον, ἀλλὰ καὶ κώνειον καὶ ἀκόνιτον καὶ δορύκνιον, αὐτὸς ἐν τοῖς βασιλείοις σπείρων καὶ φυτεύων, ὀπούς τε καὶ καρπὸν αὐτῶν ἔργον πεποιημένος εἰδέναι καὶ κομίζεσθαι καθ ὡρ´αν. (Plutarch, Demetrius, chapter 20 2:2)
(플루타르코스, Demetrius, chapter 20 2:2)
- ἢν δὲ θρόμβοι ἐώσι τοῦ πόνου καὶ τῆς ἰσχουρίης αἴτιοι, ὀξύμελι πιπίσκειν, ἢ τιτάνου μικρὸν ξὺν μελικρήτῳ, ἐς τὴν διάλυσιν τῶν θρόμβων, ἠδὲ ὁκόσα οὐρήσιας προκαλέεται, καὶ βοτάνας, καὶ σπέρματα · ἢν δὲ ἐξ αἱμορραγίης ὁ κίνδυνος, ἴσχειν μὲν οὐκ εἰς ἀμβολὴν τῶνδε μᾶλλον· ἀτὰρ καὶ ὅδε οὐχ ἥκιστα ὁ κίνδυνος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 289)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 289)
- τάδε μέντοι ἔξοδα λίθων καὶ σφῶν προκλήσιες · πίνειν δὲ φαρμάκων τῶν ἁπλῶν μὲν Ῥίζας, φοῦ, μῆον, ἄσαρον · βοτάνας δὲ, τὴν πριονίτην, ἢ πετρόσελινον, ἢ σίον· ποικίλων δὲ, μύρα μὲν ὁκόσα ἴσχει νάρδον, κασίην, σμύρναν, κιννάμωμον . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 33)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 33)
- πολλάκι ταὶ ὀιές ποτὶ ταὐλίον αὐταὶ ἀπῆνθον χλωρᾶς ἐκ βοτάνας: (Theocritus, Idylls, 6)
(테오크리토스, Idylls, 6)
유의어
-
사료
- φορβή (음식, 사료, 목초지)
- φορβάς (in the pasture, out at grass, grazing with the herd)
-
풀