- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βοτάνη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: botanē 고전 발음: [보따네:] 신약 발음: [보따네]

기본형: βοτάνη βοτάνης

형태분석: βοταν (어간) + η (어미)

어원: βόσκω

  1. 사료, 풀, 목초지, 꼴
  2. 풀, 잡초
  1. grass, fodder, pasture
  2. herb

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βοτάνη

사료가

βοτάνα

사료들이

βοτάναι

사료들이

속격 βοτάνης

사료의

βοτάναιν

사료들의

βοτανῶν

사료들의

여격 βοτάνῃ

사료에게

βοτάναιν

사료들에게

βοτάναις

사료들에게

대격 βοτάνην

사료를

βοτάνα

사료들을

βοτάνας

사료들을

호격 βοτάνη

사료야

βοτάνα

사료들아

βοτάναι

사료들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄμεινον δὲ αὐτὸν εἰπεῖν τὸν χρησμὸν Ἐς δίνας Ἴστροιο διιπετέος ποταμοῖο ἐσβαλέειν κέλομαι δοιοὺς Κυβέλης θεράποντας, θῆρας ὀριτρεφέας, καὶ ὅσα τρέφει Ἰνδικὸς ἀήρ ἄνθεα καὶ βοτάνας εὐώδεας αὐτίκα δ ἔσται νίκη καὶ μέγα κῦδος ἅμ εἰρήνῃ ἐρατεινῇ. (Lucian, Alexander, (no name) 48:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 48:4)

  • Ἄτταλος δὲ ὁ Φιλομήτωρ ἐκήπευε τὰς φαρμακώδεις βοτάνας, οὐ μόνον ὑοσκύαμον καὶ ἐλλέβορον, ἀλλὰ καὶ κώνειον καὶ ἀκόνιτον καὶ δορύκνιον, αὐτὸς ἐν τοῖς βασιλείοις σπείρων καὶ φυτεύων, ὀπούς τε καὶ καρπὸν αὐτῶν ἔργον πεποιημένος εἰδέναι καὶ κομίζεσθαι καθ ὡρ´αν. (Plutarch, Demetrius, chapter 20 2:2)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 20 2:2)

  • ἢν δὲ θρόμβοι ἐώσι τοῦ πόνου καὶ τῆς ἰσχουρίης αἴτιοι, ὀξύμελι πιπίσκειν, ἢ τιτάνου μικρὸν ξὺν μελικρήτῳ, ἐς τὴν διάλυσιν τῶν θρόμβων, ἠδὲ ὁκόσα οὐρήσιας προκαλέεται, καὶ βοτάνας, καὶ σπέρματα · ἢν δὲ ἐξ αἱμορραγίης ὁ κίνδυνος, ἴσχειν μὲν οὐκ εἰς ἀμβολὴν τῶνδε μᾶλλον· ἀτὰρ καὶ ὅδε οὐχ ἥκιστα ὁ κίνδυνος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 289)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 289)

  • τάδε μέντοι ἔξοδα λίθων καὶ σφῶν προκλήσιες · πίνειν δὲ φαρμάκων τῶν ἁπλῶν μὲν Ῥίζας, φοῦ, μῆον, ἄσαρον · βοτάνας δὲ, τὴν πριονίτην, ἢ πετρόσελινον, ἢ σίον· ποικίλων δὲ, μύρα μὲν ὁκόσα ἴσχει νάρδον, κασίην, σμύρναν, κιννάμωμον . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 33)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU XRONIWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 33)

  • πολλάκι ταὶ ὀιές ποτὶ ταὐλίον αὐταὶ ἀπῆνθον χλωρᾶς ἐκ βοτάνας: (Theocritus, Idylls, 6)

    (테오크리토스, Idylls, 6)

유의어

  1. 사료

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION