헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βόμβος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βόμβος βόμβου

형태분석: βομβ (어간) + ος (어미)

어원: Formed from the sound.

  1. 콧노래, 불평 불만, 투덜거림, 윙윙, 부르짖음, 으르렁거림, 콧노래를 부르는
  1. any deep, hollow sound, humming, buzzing, booming, rumbling

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βόμβος

콧노래가

βόμβω

콧노래들이

βόμβοι

콧노래들이

속격 βόμβου

콧노래의

βόμβοιν

콧노래들의

βόμβων

콧노래들의

여격 βόμβῳ

콧노래에게

βόμβοιν

콧노래들에게

βόμβοις

콧노래들에게

대격 βόμβον

콧노래를

βόμβω

콧노래들을

βόμβους

콧노래들을

호격 βόμβε

콧노래야

βόμβω

콧노래들아

βόμβοι

콧노래들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γίγνονται δὲ καὶ μέγισταί τινεσ μυῖαι, ἃσ στρατιώτιδασ οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνασ, τραχύταται τὸν βόμβον καὶ τὴν πτῆσιν ὠκύταται, αἵ γε καὶ μακροβιώταταὶ εἰσιν καὶ τοῦ χειμῶνοσ ὅλου ἄσιτοι διακαρτεροῦσιν ὑπεπτηχυῖαι τοῖσ ὀρόφοισ μάλιστα, ἐφ’ ὧν κἀκεῖνο θαυμάζειν ἄξιον, ὅτι ἀμφότερα, καὶ τὰ θηλειῶν καὶ τὰ ἀρρένων, δρῶσιν καὶ βαινόμεναι καὶ ^ βαίνοντεσ ἐν τῷ μέρει κατὰ τὸν Ἑρμοῦ καὶ Ἀφροδίτησ παῖδα τὸν μικτὸν τὴν φύσιν καὶ διττὸν τὸ κάλλοσ. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 12:1)

  • εἴ ποτε δὲ τραγικῷ ῥοιζήματι ῥήξατο φωνήν, αὐτῆσ Μελπομένησ βόμβον ἀπεπλάσατο· (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2222)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2222)

  • βροντὰσ ἐνδέχεται γίνεσθαι καὶ κατὰ πνεύματοσ ἐν τοῖσ κοιλώμασι τῶν νεφῶν ἀνείλησιν, καθάπερ ἐν τοῖσ ἡμετέροισ ἀγγείοισ, καὶ παρὰ πυρὸσ πεπνευμα‐ τωμένου βόμβον ἐν αὐτοῖσ, καὶ κατὰ ῥήξεισ δὲ νεφῶν καὶ διαστάσεισ, καὶ κατὰ παρατρίψεισ νεφῶν καὶ κατάξεισ πῆξιν εἰληφότων κρυσταλλοειδῆ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 100:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 100:1)

  • προτερεῖ δὲ ἀστραπὴ βροντῆσ ἐν τοιᾷδέ τινι περιστάσει νεφῶν καὶ διὰ τὸ ἅμα τῷ τὸ πνεῦμα ἐμπίπτειν ἐξωθεῖσθαι τὸν ἀστραπῆσ ἀποτελεστικὸν σχηματισμόν, ὕστερον δὲ τὸ πνεῦμα ἀνειλούμενον τὸν βόμβον ἀποτελεῖν τοῦτον· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 102:3)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 102:3)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION