βιβλιοθήκη
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
βιβλιοθήκη
βιβλιοθήκης
형태분석:
βιβλιοθηκ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 원통형의 서고, 책장
- 서고, 도서관
- 작품집
- bookcase
- library
- records office
- compilation
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- , περὶ δὲ βιβλίων πλήθουσ καὶ βιβλιοθηκῶν κατασκευῆσ καὶ τῆσ εἰσ τὸ Μουσεῖον συναγωγῆσ τί δεῖ καὶ λέγειν, πᾶσι τούτων ὄντων κατὰ μνήμην; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 36 3:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 36 3:1)
- σπουδῆσ δ’ ἄξια καὶ λόγου τὰ περὶ τὴν τῶν βιβλίων κατασκευήν, καὶ γὰρ πολλὰ καὶ γεγραμμένα καλῶσ συνῆγεν, ἥ τε χρῆσισ ἦν φιλοτιμοτέρα τῆσ κτήσεωσ, ἀνειμένων πᾶσι τῶν βιβλιοθηκῶν, καὶ τῶν περὶ αὐτὰσ περιπάτων καὶ σχολαστηρίων ἀκωλύτωσ ὑποδεχομένων τοὺσ Ἕλληνασ ὥσπερ εἰσ Μουσῶν τι καταγώγιον ἐκεῖσε φοιτῶντασ καὶ συνδιημερεύοντασ ἀλλήλοισ, ἀπὸ τῶν ἄλλων χρειῶν ἀσμένωσ ἀποτρέχοντασ. (Plutarch, Lucullus, chapter 42 1:1)
(플루타르코스, Lucullus, chapter 42 1:1)
- Κῦροσ Περσῶν ἐβασίλευσεν ᾧ ἔτει Ὀλυμπιὰσ ἤχθη νε, ὡσ ἐκ τῶν Βιβλιοθηκῶν Διοδώρου καὶ τῶν Θαλλοῦ καὶ Κάστοροσ ἱστοριῶν, ἔτι δὲ Πολυβίου καὶ Φλέγοντοσ ἔστιν εὑρεῖν, ἀλλὰ καὶ ἑτέρων, οἷσ ἐμέλησεν Ὀλυμπιάδων· (Diodorus Siculus, Library, fragmenta libri ix, chapter 21 3:1)
(디오도로스 시켈로스, Library, fragmenta libri ix, chapter 21 3:1)
- Δημήτριοσ ὁ Φαληρεύσ, ὃσ ἦν ἐπὶ τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ βασιλέωσ, σπουδάζων εἰ δυνατὸν εἰή πάντα τὰ κατὰ τὴν οἰκουμένην συναγαγεῖν βιβλία καὶ συνωνούμενοσ, εἴ τι που μόνον ἀκούσειε σπουδῆσ ἄξιον ὄν, τῇ τοῦ βασιλέωσ προαιρέσει, μάλιστα γὰρ τὰ περὶ τὴν συλλογὴν τῶν βιβλίων εἶχεν φιλοκάλωσ, συνηγωνίζετο. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 16:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 16:1)
유의어
-
원통형의 서고
-
records office
- μνημόνευμα (음반)
- τελωνία (업무, 판공실)
- σιτομετρία (업무, 판공실)
- πωλητήριον (the office of the)
- πρόεδρος (the, in office)
- προεδρία (업무, 판공실)
- παιδονομία (업무, 판공실)
- κανηφορία (업무, 판공실)
- ἱππαρχία (업무, 판공실)
- φυλαρχία (업무, 판공실)
- ἐπισκοπή (업무, 판공실, 사무실)
- ἀστυνομία (업무, 판공실)
- χοροδιδασκαλία (업무, 판공실)