Ancient Greek-English Dictionary Language

βάταλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: βάταλος βάταλη βάταλον

Structure: βαταλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ba/ttos

Sense

  1. stammerer

Examples

  • ἦν γὰρ ἐξ ἀρχῆσ κάτισχνοσ καὶ νοσώδησ, καὶ τὴν λοιδορουμένην ἐπωνυμίαν, τὸν Βάταλον, εἰσ τὸ σῶμα λέγεται σκωπτόμενοσ ὑπὸ τῶν παίδων λαβεῖν. (Plutarch, Demosthenes, chapter 4 3:2)
  • φασὶ δέ τινεσ καὶ ἀσώτωσ αὐτὸν βιῶναι, γυναικείαισ τ’ ἐσθῆσι χρώμενον καὶ κωμάζοντα ἑκάστοτε, ὅθεν Βάταλον ἐπικληθῆναι· (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 65:2)
  • "ὑπακούειν τοῖσ ὄχλοισ μὴ Δημοσθένην καλούμενον, ἀλλὰ Βάταλον, ὅτι ταύτην ἐξ ὑποκορίσματοσ τίτθησ τὴν ἐπωνυμίαν ἔχω. (Aeschines, Speeches, , section 1262)

Synonyms

  1. stammerer

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION