- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαφή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: baphē 고전 발음: [바페:] 신약 발음: [바페]

기본형: βαφή βαφῆς

형태분석: βαφ (어간) + η (어미)

어원: βάπτω

  1. 무자맥질, 멱
  1. a dipping
  2. the temper of a blade
  3. dye

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βαφή

무자맥질이

βαφά

무자맥질들이

βαφαί

무자맥질들이

속격 βαφῆς

무자맥질의

βαφαῖν

무자맥질들의

βαφῶν

무자맥질들의

여격 βαφῇ

무자맥질에게

βαφαῖν

무자맥질들에게

βαφαῖς

무자맥질들에게

대격 βαφήν

무자맥질을

βαφά

무자맥질들을

βαφάς

무자맥질들을

호격 βαφή

무자맥질아

βαφά

무자맥질들아

βαφαί

무자맥질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅπως ἂν βαφῇ ὁ πούς σου ἐν αἵματι, ἡ γλῶσσα τῶν κυνῶν σου ἐξ ἐχθρῶν παῤ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 67:24)

    (70인역 성경, 시편 67:24)

  • κάμινος δοκιμάζει στόμωμα ἐν βαφῇ, οὕτως οἶνος καρδίας ἐν μάχῃ ὑπερηφάνων. (Septuagint, Liber Sirach 31:26)

    (70인역 성경, Liber Sirach 31:26)

  • ἐπεὶ γὰρ αὐτοὺς μετέβαπτεν ἡ σοφία παραλαβοῦσα, ὁπόσοι μὲν εἰς κόρον ἔπιον τῆς βαφῆς, χρηστοὶ ἀκριβῶς ἀπετελέσθησαν ἀμιγεῖς ἑτέρων χρωμάτων, καὶ πρός γε τὴν σὴν ὑποδοχὴν οὗτοι ἑτοιμότατοι: (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:11)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:11)

  • μαινομένῳ πιτύλῳ πλαγχθεὶς ἑκατογκεφάλου <τε> βαφαῖς ὕδρας. (Euripides, Heracles, episode, lyric1)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric1)

  • ἐπεὶ καὶ τὰ ἄνθη ξηρὰ ὄντα εἴ τις βλέποι ἀποβεβληκότα τὴν βαφήν, ἄμορφα δῆλον ὅτι αὐτῷ δόξει, ὅτε μέντοι ἀνθεῖ καὶ ἔχει τὴν χρόαν, κάλλιστά ἐστιν. (Lucian, Dialogi mortuorum, 3:4)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 3:4)

  • οἱᾶ νῦν πολλὰ δρῶσιν οἱ μὲν εἰς σφαγὴν ὑῶν ὠθοῦντες ὀβελοὺς διαπύρους, ἵνα τῇ βαφῇ τοῦ σιδήρου περισβεννύμενον τὸ αἷμα καὶ διαχεόμενον τὴν σάρκα θρύψῃ καὶ μαλάξῃ: (Plutarch, De esu carnium II, section 1 6:1)

    (플루타르코스, De esu carnium II, section 1 6:1)

  • ἀπολειπόντων διὰ κρύος αὐτήν, τὸν δ ἔναλον ἀέρα καὶ πελάγιον θερμὸν ὄντα περιβαλλομένων εἶτ αὖθις ἐν θέρει τὸν γηγενῆ καὶ χερσαῖον ὑπὸ καύματος ποθοῦμεν , οὐκ αὐτὸν ὄντα ψυχρὸν ἀλλὰ τοῦ φύσει ψυχροῦ καὶ πρώτως ἀποβλαστάνοντα καὶ βεβαμμένον ὑπὸ τῆς ἐν γῇ δυνάμεως ὥσπερ βαφῇ σίδηρον. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 20 3:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 20 3:1)

  • μετρίως προσήγετο , πολλῶν καὶ καλῶν ἔργων ὡς ἐοίκε θεατὴν γεγενημένον ἐθαύμαζε δὲ τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀνθηρὸν ὡς οὐ πίνῳ προσεοικὸς οὐδ ἰῷ, βαφῇ δὲ κυάνου στίλβοντος, ὥστε καὶ παῖξαί τι πρὸς· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 2 2:1)

    (플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 2 2:1)

유의어

  1. 무자맥질

  2. dye

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION