헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτουργέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αὐτουργέω

형태분석: αὐτουργέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: au)tourgo/s

  1. to work with one's own hand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αὐτούργω

αὐτούργεις

αὐτούργει

쌍수 αὐτούργειτον

αὐτούργειτον

복수 αὐτούργουμεν

αὐτούργειτε

αὐτούργουσιν*

접속법단수 αὐτούργω

αὐτούργῃς

αὐτούργῃ

쌍수 αὐτούργητον

αὐτούργητον

복수 αὐτούργωμεν

αὐτούργητε

αὐτούργωσιν*

기원법단수 αὐτούργοιμι

αὐτούργοις

αὐτούργοι

쌍수 αὐτούργοιτον

αὐτουργοίτην

복수 αὐτούργοιμεν

αὐτούργοιτε

αὐτούργοιεν

명령법단수 αὐτοῦργει

αὐτουργεῖτω

쌍수 αὐτούργειτον

αὐτουργεῖτων

복수 αὐτούργειτε

αὐτουργοῦντων, αὐτουργεῖτωσαν

부정사 αὐτούργειν

분사 남성여성중성
αὐτουργων

αὐτουργουντος

αὐτουργουσα

αὐτουργουσης

αὐτουργουν

αὐτουργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 αὐτούργουμαι

αὐτούργει, αὐτούργῃ

αὐτούργειται

쌍수 αὐτούργεισθον

αὐτούργεισθον

복수 αὐτουργοῦμεθα

αὐτούργεισθε

αὐτούργουνται

접속법단수 αὐτούργωμαι

αὐτούργῃ

αὐτούργηται

쌍수 αὐτούργησθον

αὐτούργησθον

복수 αὐτουργώμεθα

αὐτούργησθε

αὐτούργωνται

기원법단수 αὐτουργοίμην

αὐτούργοιο

αὐτούργοιτο

쌍수 αὐτούργοισθον

αὐτουργοίσθην

복수 αὐτουργοίμεθα

αὐτούργοισθε

αὐτούργοιντο

명령법단수 αὐτούργου

αὐτουργεῖσθω

쌍수 αὐτούργεισθον

αὐτουργεῖσθων

복수 αὐτούργεισθε

αὐτουργεῖσθων, αὐτουργεῖσθωσαν

부정사 αὐτούργεισθαι

분사 남성여성중성
αὐτουργουμενος

αὐτουργουμενου

αὐτουργουμενη

αὐτουργουμενης

αὐτουργουμενον

αὐτουργουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to work with one's own hand

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION