Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄπτερος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἄπτερος

Structure: ἀπτερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ptero/n

Sense

  1. without wings, unwinged, without wings, wingless
  2. unfeathered
  3. unfledged, callow, unfledged, unconfirmed

Examples

  • καὶ τὰσ ὄρνεισ δὲ τὰσ παχείασ, καίτοι ἀπτέρουσ ἤδη οὔσασ καὶ ἐσκευασμένασ, ἀναπταμένασ οἴχεσθαι καὶ ταύτασ, ὡσ μὴ μόνοι ἀπολαύοιεν αὐτῶν. (Lucian, Saturnalia, letter 1 5:5)
  • ἀπτέρουσ γὰρ αὐτὰσ εἴρηκε διὰ τὴν πρὸσ τὰσ ὄρνεισ ὁμωνυμίαν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 80 2:2)
  • λύκιοι δὲ παρείχοντο νέασ πεντήκοντα θωρηκοφόροι τε ἐόντεσ καὶ κνημιδοφόροι, εἶχον δὲ τόξα κρανέινα καὶ ὀιστοὺσ καλαμίνουσ ἀπτέρουσ καὶ ἀκόντια, ἐπὶ δὲ αἰγὸσ δέρμα περὶ τοὺσ ὤμουσ αἰωρεύμενον, περὶ δὲ τῇσι κεφαλῇσι πίλουσ πτεροῖσι περιεστεφανωμένουσ· (Herodotus, The Histories, book 7, chapter 92 2:1)

Synonyms

  1. unfledged

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION