헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποστερέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποστερέω

형태분석: ἀπο (접두사) + στερέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빼앗다, 속이다, 약탈하다, 훔치다, 사취하다, 강탈하다, 커닝하다
  2. 철수하다, 철수시키다, 떠나가다, 늘어뜨리다
  3. 빼앗다, 박탈하다, 훔치다, 강탈하다
  4. 억제하다, 보류하다, 제거하다
  1. to rob, despoil, bereave or defraud, to defraud, cheat, to be robbed or deprived of
  2. to detach, withdraw, from
  3. to deprive, rob, fails
  4. to filch away, withhold

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστέρω

(나는) 빼앗는다

ἀποστέρεις

(너는) 빼앗는다

ἀποστέρει

(그는) 빼앗는다

쌍수 ἀποστέρειτον

(너희 둘은) 빼앗는다

ἀποστέρειτον

(그 둘은) 빼앗는다

복수 ἀποστέρουμεν

(우리는) 빼앗는다

ἀποστέρειτε

(너희는) 빼앗는다

ἀποστέρουσιν*

(그들은) 빼앗는다

접속법단수 ἀποστέρω

(나는) 빼앗자

ἀποστέρῃς

(너는) 빼앗자

ἀποστέρῃ

(그는) 빼앗자

쌍수 ἀποστέρητον

(너희 둘은) 빼앗자

ἀποστέρητον

(그 둘은) 빼앗자

복수 ἀποστέρωμεν

(우리는) 빼앗자

ἀποστέρητε

(너희는) 빼앗자

ἀποστέρωσιν*

(그들은) 빼앗자

기원법단수 ἀποστέροιμι

(나는) 빼앗기를 (바라다)

ἀποστέροις

(너는) 빼앗기를 (바라다)

ἀποστέροι

(그는) 빼앗기를 (바라다)

쌍수 ἀποστέροιτον

(너희 둘은) 빼앗기를 (바라다)

ἀποστεροίτην

(그 둘은) 빼앗기를 (바라다)

복수 ἀποστέροιμεν

(우리는) 빼앗기를 (바라다)

ἀποστέροιτε

(너희는) 빼앗기를 (바라다)

ἀποστέροιεν

(그들은) 빼앗기를 (바라다)

명령법단수 ἀποστε͂ρει

(너는) 빼앗아라

ἀποστερεῖτω

(그는) 빼앗아라

쌍수 ἀποστέρειτον

(너희 둘은) 빼앗아라

ἀποστερεῖτων

(그 둘은) 빼앗아라

복수 ἀποστέρειτε

(너희는) 빼앗아라

ἀποστεροῦντων, ἀποστερεῖτωσαν

(그들은) 빼앗아라

부정사 ἀποστέρειν

빼앗는 것

분사 남성여성중성
ἀποστερων

ἀποστερουντος

ἀποστερουσα

ἀποστερουσης

ἀποστερουν

ἀποστερουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστέρουμαι

(나는) 빼앗긴다

ἀποστέρει, ἀποστέρῃ

(너는) 빼앗긴다

ἀποστέρειται

(그는) 빼앗긴다

쌍수 ἀποστέρεισθον

(너희 둘은) 빼앗긴다

ἀποστέρεισθον

(그 둘은) 빼앗긴다

복수 ἀποστεροῦμεθα

(우리는) 빼앗긴다

ἀποστέρεισθε

(너희는) 빼앗긴다

ἀποστέρουνται

(그들은) 빼앗긴다

접속법단수 ἀποστέρωμαι

(나는) 빼앗기자

ἀποστέρῃ

(너는) 빼앗기자

ἀποστέρηται

(그는) 빼앗기자

쌍수 ἀποστέρησθον

(너희 둘은) 빼앗기자

ἀποστέρησθον

(그 둘은) 빼앗기자

복수 ἀποστερώμεθα

(우리는) 빼앗기자

ἀποστέρησθε

(너희는) 빼앗기자

ἀποστέρωνται

(그들은) 빼앗기자

기원법단수 ἀποστεροίμην

(나는) 빼앗기기를 (바라다)

ἀποστέροιο

(너는) 빼앗기기를 (바라다)

ἀποστέροιτο

(그는) 빼앗기기를 (바라다)

쌍수 ἀποστέροισθον

(너희 둘은) 빼앗기기를 (바라다)

ἀποστεροίσθην

(그 둘은) 빼앗기기를 (바라다)

복수 ἀποστεροίμεθα

(우리는) 빼앗기기를 (바라다)

ἀποστέροισθε

(너희는) 빼앗기기를 (바라다)

ἀποστέροιντο

(그들은) 빼앗기기를 (바라다)

명령법단수 ἀποστέρου

(너는) 빼앗겨라

ἀποστερεῖσθω

(그는) 빼앗겨라

쌍수 ἀποστέρεισθον

(너희 둘은) 빼앗겨라

ἀποστερεῖσθων

(그 둘은) 빼앗겨라

복수 ἀποστέρεισθε

(너희는) 빼앗겨라

ἀποστερεῖσθων, ἀποστερεῖσθωσαν

(그들은) 빼앗겨라

부정사 ἀποστέρεισθαι

빼앗기는 것

분사 남성여성중성
ἀποστερουμενος

ἀποστερουμενου

ἀποστερουμενη

ἀποστερουμενης

ἀποστερουμενον

ἀποστερουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστερήσω

(나는) 빼앗겠다

ἀποστερήσεις

(너는) 빼앗겠다

ἀποστερήσει

(그는) 빼앗겠다

쌍수 ἀποστερήσετον

(너희 둘은) 빼앗겠다

ἀποστερήσετον

(그 둘은) 빼앗겠다

복수 ἀποστερήσομεν

(우리는) 빼앗겠다

ἀποστερήσετε

(너희는) 빼앗겠다

ἀποστερήσουσιν*

(그들은) 빼앗겠다

기원법단수 ἀποστερήσοιμι

(나는) 빼앗겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοις

(너는) 빼앗겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοι

(그는) 빼앗겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποστερήσοιτον

(너희 둘은) 빼앗겠기를 (바라다)

ἀποστερησοίτην

(그 둘은) 빼앗겠기를 (바라다)

복수 ἀποστερήσοιμεν

(우리는) 빼앗겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοιτε

(너희는) 빼앗겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοιεν

(그들은) 빼앗겠기를 (바라다)

부정사 ἀποστερήσειν

빼앗을 것

분사 남성여성중성
ἀποστερησων

ἀποστερησοντος

ἀποστερησουσα

ἀποστερησουσης

ἀποστερησον

ἀποστερησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστερήσομαι

(나는) 빼앗기겠다

ἀποστερήσει, ἀποστερήσῃ

(너는) 빼앗기겠다

ἀποστερήσεται

(그는) 빼앗기겠다

쌍수 ἀποστερήσεσθον

(너희 둘은) 빼앗기겠다

ἀποστερήσεσθον

(그 둘은) 빼앗기겠다

복수 ἀποστερησόμεθα

(우리는) 빼앗기겠다

ἀποστερήσεσθε

(너희는) 빼앗기겠다

ἀποστερήσονται

(그들은) 빼앗기겠다

기원법단수 ἀποστερησοίμην

(나는) 빼앗기겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοιο

(너는) 빼앗기겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοιτο

(그는) 빼앗기겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποστερήσοισθον

(너희 둘은) 빼앗기겠기를 (바라다)

ἀποστερησοίσθην

(그 둘은) 빼앗기겠기를 (바라다)

복수 ἀποστερησοίμεθα

(우리는) 빼앗기겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοισθε

(너희는) 빼앗기겠기를 (바라다)

ἀποστερήσοιντο

(그들은) 빼앗기겠기를 (바라다)

부정사 ἀποστερήσεσθαι

빼앗길 것

분사 남성여성중성
ἀποστερησομενος

ἀποστερησομενου

ἀποστερησομενη

ἀποστερησομενης

ἀποστερησομενον

ἀποστερησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεστε͂ρουν

(나는) 빼앗고 있었다

ἀπεστε͂ρεις

(너는) 빼앗고 있었다

ἀπεστε͂ρειν*

(그는) 빼앗고 있었다

쌍수 ἀπεστέρειτον

(너희 둘은) 빼앗고 있었다

ἀπεστερεῖτην

(그 둘은) 빼앗고 있었다

복수 ἀπεστέρουμεν

(우리는) 빼앗고 있었다

ἀπεστέρειτε

(너희는) 빼앗고 있었다

ἀπεστε͂ρουν

(그들은) 빼앗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεστεροῦμην

(나는) 빼앗기고 있었다

ἀπεστέρου

(너는) 빼앗기고 있었다

ἀπεστέρειτο

(그는) 빼앗기고 있었다

쌍수 ἀπεστέρεισθον

(너희 둘은) 빼앗기고 있었다

ἀπεστερεῖσθην

(그 둘은) 빼앗기고 있었다

복수 ἀπεστεροῦμεθα

(우리는) 빼앗기고 있었다

ἀπεστέρεισθε

(너희는) 빼앗기고 있었다

ἀπεστέρουντο

(그들은) 빼앗기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν δὲ καὶ φύσει καὶ αὖθισ προαιρέσει καὶ γνώμῃ ἐσπεποιημένον, πῶσ εὔλογον αὖθισ ἀπωθεῖσθαι καὶ πολλάκισ τῆσ μιᾶσ οἰκειότητοσ ἀποστερεῖν ; (Lucian, Abdicatus, (no name) 12:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 12:3)

  • οὑτοσὶ δὲ τὸν εὐεργετηκότα παῖδα τοῖσ νόμοισ, ὥσ φησιν, ἀκολουθῶν διαφθείρει καὶ τοῦ γένουσ ἀποστερεῖ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 18:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 18:3)

  • καίτοι πᾶσι φανερόν, ὡσ ἐοίκεν, οἳ καὶ τὸν τούτου πατέρα ἀπεστέρουν ὄντα ἐπίτιμον, ὅτι ἡμῖν ἑκόντεσ οὐκ ἂν ἀπέδοσαν, εἰσπράξασθαι δὲ οὕτωσ ἔχοντεσ οὐκ ἂν ἐδυνήθημεν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 13 2:1)

    (디오니시오스, chapter 13 2:1)

  • ὅμωσ δὲ καὶ τούτων ὑπαρχόντων ἡγοῦμαι φανερὸν πᾶσι ποιήσειν, ὅτι ἀποστεροῦμαι τοσούτων χρημάτων ὑπὸ Πασίωνοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 19 1:7)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 19 1:7)

  • ταῦτα διαλογιζόμενοσ διενοεῖτό με ἀποστερεῖν τὰ χρήματα καὶ πρὸσ μὲν ἐμὲ προσεποιεῖτο ἀπορεῖν ἐν τῷ παρόντι καὶ οὐκ ἂν ἔχειν ἀποδοῦναι. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 19 4:5)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 19 4:5)

유의어

  1. 철수하다

  2. 빼앗다

  3. 억제하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION