Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποείκω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀποείκω

Structure: ἀπ (Prefix) + εί̓κ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to withdraw from

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπείκω ἀπείκεις ἀπείκει
Dual ἀπείκετον ἀπείκετον
Plural ἀπείκομεν ἀπείκετε ἀπείκουσιν*
SubjunctiveSingular ἀπείκω ἀπείκῃς ἀπείκῃ
Dual ἀπείκητον ἀπείκητον
Plural ἀπείκωμεν ἀπείκητε ἀπείκωσιν*
OptativeSingular ἀπείκοιμι ἀπείκοις ἀπείκοι
Dual ἀπείκοιτον ἀπεικοίτην
Plural ἀπείκοιμεν ἀπείκοιτε ἀπείκοιεν
ImperativeSingular ἀπείκε ἀπεικέτω
Dual ἀπείκετον ἀπεικέτων
Plural ἀπείκετε ἀπεικόντων, ἀπεικέτωσαν
Infinitive ἀπείκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπεικων ἀπεικοντος ἀπεικουσα ἀπεικουσης ἀπεικον ἀπεικοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπείκομαι ἀπείκει, ἀπείκῃ ἀπείκεται
Dual ἀπείκεσθον ἀπείκεσθον
Plural ἀπεικόμεθα ἀπείκεσθε ἀπείκονται
SubjunctiveSingular ἀπείκωμαι ἀπείκῃ ἀπείκηται
Dual ἀπείκησθον ἀπείκησθον
Plural ἀπεικώμεθα ἀπείκησθε ἀπείκωνται
OptativeSingular ἀπεικοίμην ἀπείκοιο ἀπείκοιτο
Dual ἀπείκοισθον ἀπεικοίσθην
Plural ἀπεικοίμεθα ἀπείκοισθε ἀπείκοιντο
ImperativeSingular ἀπείκου ἀπεικέσθω
Dual ἀπείκεσθον ἀπεικέσθων
Plural ἀπείκεσθε ἀπεικέσθων, ἀπεικέσθωσαν
Infinitive ἀπείκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπεικομενος ἀπεικομενου ἀπεικομενη ἀπεικομενης ἀπεικομενον ἀπεικομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to withdraw from

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION