Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποδιατρίβω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀποδιατρίβω

Structure: ἀπο (Prefix) + δια (Prefix) + τρίβ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to wear quite away, to waste utterly

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποδιατρίβω ἀποδιατρίβεις ἀποδιατρίβει
Dual ἀποδιατρίβετον ἀποδιατρίβετον
Plural ἀποδιατρίβομεν ἀποδιατρίβετε ἀποδιατρίβουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποδιατρίβω ἀποδιατρίβῃς ἀποδιατρίβῃ
Dual ἀποδιατρίβητον ἀποδιατρίβητον
Plural ἀποδιατρίβωμεν ἀποδιατρίβητε ἀποδιατρίβωσιν*
OptativeSingular ἀποδιατρίβοιμι ἀποδιατρίβοις ἀποδιατρίβοι
Dual ἀποδιατρίβοιτον ἀποδιατριβοίτην
Plural ἀποδιατρίβοιμεν ἀποδιατρίβοιτε ἀποδιατρίβοιεν
ImperativeSingular ἀποδιατρίβε ἀποδιατριβέτω
Dual ἀποδιατρίβετον ἀποδιατριβέτων
Plural ἀποδιατρίβετε ἀποδιατριβόντων, ἀποδιατριβέτωσαν
Infinitive ἀποδιατρίβειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποδιατριβων ἀποδιατριβοντος ἀποδιατριβουσα ἀποδιατριβουσης ἀποδιατριβον ἀποδιατριβοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποδιατρίβομαι ἀποδιατρίβει, ἀποδιατρίβῃ ἀποδιατρίβεται
Dual ἀποδιατρίβεσθον ἀποδιατρίβεσθον
Plural ἀποδιατριβόμεθα ἀποδιατρίβεσθε ἀποδιατρίβονται
SubjunctiveSingular ἀποδιατρίβωμαι ἀποδιατρίβῃ ἀποδιατρίβηται
Dual ἀποδιατρίβησθον ἀποδιατρίβησθον
Plural ἀποδιατριβώμεθα ἀποδιατρίβησθε ἀποδιατρίβωνται
OptativeSingular ἀποδιατριβοίμην ἀποδιατρίβοιο ἀποδιατρίβοιτο
Dual ἀποδιατρίβοισθον ἀποδιατριβοίσθην
Plural ἀποδιατριβοίμεθα ἀποδιατρίβοισθε ἀποδιατρίβοιντο
ImperativeSingular ἀποδιατρίβου ἀποδιατριβέσθω
Dual ἀποδιατρίβεσθον ἀποδιατριβέσθων
Plural ἀποδιατρίβεσθε ἀποδιατριβέσθων, ἀποδιατριβέσθωσαν
Infinitive ἀποδιατρίβεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποδιατριβομενος ἀποδιατριβομενου ἀποδιατριβομενη ἀποδιατριβομενης ἀποδιατριβομενον ἀποδιατριβομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἀποδιέτριβεν ἡ βουλή. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 2 6:3)

Synonyms

  1. to wear quite away

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION