헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπανίστημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπανίστημι

형태분석: ἀπ (접두사) + ἀνίστᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 쫓아내다, 철회시키다, 해고하다
  2. 출발하다, 떠나다, 떠나가다, 나가다, 가다
  1. to make rise up and depart, send away
  2. to arise and go away, depart, leave one's country, emigrate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπανῖστημι

(나는) 쫓아낸다

ἀπανῖστης

(너는) 쫓아낸다

ἀπανῖστησιν*

(그는) 쫓아낸다

쌍수 ἀπανίστατον

(너희 둘은) 쫓아낸다

ἀπανίστατον

(그 둘은) 쫓아낸다

복수 ἀπανίσταμεν

(우리는) 쫓아낸다

ἀπανίστατε

(너희는) 쫓아낸다

ἀπανιστάᾱσιν*

(그들은) 쫓아낸다

접속법단수 ἀπανίστω

(나는) 쫓아내자

ἀπανίστῃς

(너는) 쫓아내자

ἀπανίστῃ

(그는) 쫓아내자

쌍수 ἀπανίστητον

(너희 둘은) 쫓아내자

ἀπανίστητον

(그 둘은) 쫓아내자

복수 ἀπανίστωμεν

(우리는) 쫓아내자

ἀπανίστητε

(너희는) 쫓아내자

ἀπανίστωσιν*

(그들은) 쫓아내자

기원법단수 ἀπανισταῖην

(나는) 쫓아내기를 (바라다)

ἀπανισταῖης

(너는) 쫓아내기를 (바라다)

ἀπανισταῖη

(그는) 쫓아내기를 (바라다)

쌍수 ἀπανισταῖητον

(너희 둘은) 쫓아내기를 (바라다)

ἀπανισταίητην

(그 둘은) 쫓아내기를 (바라다)

복수 ἀπανισταῖημεν

(우리는) 쫓아내기를 (바라다)

ἀπανισταῖητε

(너희는) 쫓아내기를 (바라다)

ἀπανισταῖησαν

(그들은) 쫓아내기를 (바라다)

명령법단수 ἀπανῖστᾱ

(너는) 쫓아내어라

ἀπανιστάτω

(그는) 쫓아내어라

쌍수 ἀπανίστατον

(너희 둘은) 쫓아내어라

ἀπανιστάτων

(그 둘은) 쫓아내어라

복수 ἀπανίστατε

(너희는) 쫓아내어라

ἀπανιστάντων

(그들은) 쫓아내어라

부정사 ἀπανιστάναι

쫓아내는 것

분사 남성여성중성
ἀπανιστᾱς

ἀπανισταντος

ἀπανιστᾱσα

ἀπανιστᾱσης

ἀπανισταν

ἀπανισταντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπανίσταμαι

(나는) 쫓아내여진다

ἀπανίστασαι

(너는) 쫓아내여진다

ἀπανίσταται

(그는) 쫓아내여진다

쌍수 ἀπανίστασθον

(너희 둘은) 쫓아내여진다

ἀπανίστασθον

(그 둘은) 쫓아내여진다

복수 ἀπανιστάμεθα

(우리는) 쫓아내여진다

ἀπανίστασθε

(너희는) 쫓아내여진다

ἀπανίστανται

(그들은) 쫓아내여진다

접속법단수 ἀπανίστωμαι

(나는) 쫓아내여지자

ἀπανίστῃ

(너는) 쫓아내여지자

ἀπανίστηται

(그는) 쫓아내여지자

쌍수 ἀπανίστησθον

(너희 둘은) 쫓아내여지자

ἀπανίστησθον

(그 둘은) 쫓아내여지자

복수 ἀπανιστώμεθα

(우리는) 쫓아내여지자

ἀπανίστησθε

(너희는) 쫓아내여지자

ἀπανίστωνται

(그들은) 쫓아내여지자

기원법단수 ἀπανισταῖμην

(나는) 쫓아내여지기를 (바라다)

ἀπανίσταιο

(너는) 쫓아내여지기를 (바라다)

ἀπανίσταιτο

(그는) 쫓아내여지기를 (바라다)

쌍수 ἀπανίσταισθον

(너희 둘은) 쫓아내여지기를 (바라다)

ἀπανισταῖσθην

(그 둘은) 쫓아내여지기를 (바라다)

복수 ἀπανισταῖμεθα

(우리는) 쫓아내여지기를 (바라다)

ἀπανίσταισθε

(너희는) 쫓아내여지기를 (바라다)

ἀπανίσταιντο

(그들은) 쫓아내여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀπανίστασο

(너는) 쫓아내여져라

ἀπανιστάσθω

(그는) 쫓아내여져라

쌍수 ἀπανίστασθον

(너희 둘은) 쫓아내여져라

ἀπανιστάσθων

(그 둘은) 쫓아내여져라

복수 ἀπανίστασθε

(너희는) 쫓아내여져라

ἀπανιστάσθων

(그들은) 쫓아내여져라

부정사 ἀπανίστασθαι

쫓아내여지는 것

분사 남성여성중성
ἀπανισταμενος

ἀπανισταμενου

ἀπανισταμενη

ἀπανισταμενης

ἀπανισταμενον

ἀπανισταμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαναστήσω

(나는) 쫓아내겠다

ἀπαναστήσεις

(너는) 쫓아내겠다

ἀπαναστήσει

(그는) 쫓아내겠다

쌍수 ἀπαναστήσετον

(너희 둘은) 쫓아내겠다

ἀπαναστήσετον

(그 둘은) 쫓아내겠다

복수 ἀπαναστήσομεν

(우리는) 쫓아내겠다

ἀπαναστήσετε

(너희는) 쫓아내겠다

ἀπαναστήσουσιν*

(그들은) 쫓아내겠다

기원법단수 ἀπαναστησίημι

(나는) 쫓아내겠기를 (바라다)

ἀπαναστησίης

(너는) 쫓아내겠기를 (바라다)

ἀπαναστησίη

(그는) 쫓아내겠기를 (바라다)

쌍수 ἀπαναστησίητον

(너희 둘은) 쫓아내겠기를 (바라다)

ἀπαναστησιήτην

(그 둘은) 쫓아내겠기를 (바라다)

복수 ἀπαναστησίημεν

(우리는) 쫓아내겠기를 (바라다)

ἀπαναστησίητε

(너희는) 쫓아내겠기를 (바라다)

ἀπαναστησίησαν

(그들은) 쫓아내겠기를 (바라다)

부정사 ἀπαναστήσειν

쫓아낼 것

분사 남성여성중성
ἀπαναστησων

ἀπαναστησοντος

ἀπαναστησουσα

ἀπαναστησουσης

ἀπαναστησον

ἀπαναστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπαναστήσομαι

(나는) 쫓아내여지겠다

ἀπαναστήσει, ἀπαναστήσῃ

(너는) 쫓아내여지겠다

ἀπαναστήσεται

(그는) 쫓아내여지겠다

쌍수 ἀπαναστήσεσθον

(너희 둘은) 쫓아내여지겠다

ἀπαναστήσεσθον

(그 둘은) 쫓아내여지겠다

복수 ἀπαναστησόμεθα

(우리는) 쫓아내여지겠다

ἀπαναστήσεσθε

(너희는) 쫓아내여지겠다

ἀπαναστήσονται

(그들은) 쫓아내여지겠다

기원법단수 ἀπαναστησοίμην

(나는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

ἀπαναστήσοιο

(너는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

ἀπαναστήσοιτο

(그는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

쌍수 ἀπαναστήσοισθον

(너희 둘은) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

ἀπαναστησοίσθην

(그 둘은) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

복수 ἀπαναστησοίμεθα

(우리는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

ἀπαναστήσοισθε

(너희는) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

ἀπαναστήσοιντο

(그들은) 쫓아내여지겠기를 (바라다)

부정사 ἀπαναστήσεσθαι

쫓아내여질 것

분사 남성여성중성
ἀπαναστησομενος

ἀπαναστησομενου

ἀπαναστησομενη

ἀπαναστησομενης

ἀπαναστησομενον

ἀπαναστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπήνιστην

(나는) 쫓아내고 있었다

ἀπήνιστης

(너는) 쫓아내고 있었다

ἀπήνιστην*

(그는) 쫓아내고 있었다

쌍수 ἀπήνιστατον

(너희 둘은) 쫓아내고 있었다

ἀπηνῖστατην

(그 둘은) 쫓아내고 있었다

복수 ἀπήνισταμεν

(우리는) 쫓아내고 있었다

ἀπήνιστατε

(너희는) 쫓아내고 있었다

ἀπήνιστασαν

(그들은) 쫓아내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπηνῖσταμην

(나는) 쫓아내여지고 있었다

ἀπηνῖστω, ἀπήνιστασο

(너는) 쫓아내여지고 있었다

ἀπήνιστατο

(그는) 쫓아내여지고 있었다

쌍수 ἀπήνιστασθον

(너희 둘은) 쫓아내여지고 있었다

ἀπηνῖστασθην

(그 둘은) 쫓아내여지고 있었다

복수 ἀπηνῖσταμεθα

(우리는) 쫓아내여지고 있었다

ἀπήνιστασθε

(너희는) 쫓아내여지고 있었다

ἀπήνισταντο

(그들은) 쫓아내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 쫓아내다

  2. 출발하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION