ἀντίκειμαι
-μι 무어간모음 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀντίκειμαι
형태분석:
ἀντι
(접두사)
+
κεί
(어간)
+
μαι
(인칭어미)
어원: used as pass. of a)ntiti/qhmi
뜻
- to be set over against, lie opposite, by way of opposition
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπὶ τὴν ἀπέναντι τοῦ θυσιαστηρίου κρηπῖδα προσπεσόντεσ, ἠξίουν ἵλεων αὐτοῖσ γενόμενν ἐχθρεῦσαι τοῖσ ἐχθροῖσ αὐτῶν καὶ ἀντικεῖσθαι τοῖσ ἀντικειμένοισ, καθὼσ ὁ νόμοσ διασαφεῖ. (Septuagint, Liber Maccabees II 10:26)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 10:26)
- ΚΑΙ ἔδειξέ μοι Κύριοσ Ἰησοῦν, τὸν ἱερέα τὸν μέγαν, ἑστῶτα πρὸ προσώπου ἀγγέλου Κυρίου, καὶ ὁ διάβολοσ εἱστήκει ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τοῦ ἀντικεῖσθαι αὐτῷ. (Septuagint, Prophetia Zachariae 3:1)
(70인역 성경, 즈카르야서 3:1)
- διὸ καὶ τὴν εὔνοιαν ἀμφοτέροισ νομίζομεν ἀντικεῖσθαι, βούλησιν οὖσαν ἀγαθῶν τοῖσ πλησίον· (Plutarch, De invidia et odio, section 1 3:1)
(플루타르코스, De invidia et odio, section 1 3:1)
- "ἀλλά γε τῷ Ε τὸ γνῶθι σαυτόν ἐοίκέ πωσ ἀντικεῖσθαι καὶ τρόπον τινὰ πάλιν συνᾴδειν· (Plutarch, De E apud Delphos, section 2117)
(플루타르코스, De E apud Delphos, section 2117)
- ἀντικεῖσθαι κατὰ δύναμιν, οὐχ ὼγ ἕξει στέρησισ· (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 2 1:1)
(플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 2 1:1)
유의어
-
to be set over against
파생어
- ἀμφίκειμαι (to lie round, locked in, lies close)
- ἀνάκειμαι (설치하다, 두다, )
- ἀπόκειμαι (저장하다, 비축하다, 보존하다)
- διάκειμαι (있다, 있으시다, ~에 접촉해 있다)
- ἐγκατάκειμαι (자다, 주무시다, 잠자다)
- ἔγκειμαι ( , ~에 속하다, 관계되어 있다)
- εἴσκειμαι (to be put on board ship)
- ἔκκειμαι (to be cast out or exposed, to be set up in public, posted up)
- ἐναπόκειμαι (to be stored up in)
- ἐπανάκειμαι (to be imposed upon)
- ἐπίκειμαι (몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다)
- κατάκειμαι (눕다, 위치하다, 거짓말하다)
- κεῖμαι (위치하다, 쉬다, 휴식하다)
- παρακατάκειμαι (옆에 눕다, 인접하다)
- παράκειμαι (출석하다, 제공하다, 바치다)
- περίκειμαι (돌다, 둘레에 눕다, 둘러가다)
- προκατάκειμαι (to lie down before)
- πρόκειμαι (죽어 쓰러지다, 앞에 놓다, 선언하다)
- προσεπίκειμαι (to be urgent besides)
- πρόσκειμαι (~에 가깝다, 근처에 있다, 거치적거리다)
- προυπόκειμαι (to be mortgaged before)
- συγκατάκειμαι (to lie with or together)
- σύγκειμαι (마련되다)
- συνανάκειμαι (to recline together at table)
- συνεπίκειμαι (to join in attacking)
- ὑπέκκειμαι (to be carried out to a place of safety, to be stowed safe away)
- ὑπερκατάκειμαι (to lie or sit above)
- ὑπέρκειμαι (to lie or be situate above, to be postponed)
- ὑπόκειμαι (아래에 눕다)