- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνθρακιά?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: anthrakiā 고전 발음: [라끼아:] 신약 발음: [라끼아]

기본형: ἀνθρακιά ἀνθρακιᾶς

형태분석: ἀνθρακι (어간) + α (어미)

어원: ἄνθραξ

  1. a pile of charcoal
  2. a charcoal fire

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐμολύνετο δὲ πάντοθεν αἵματι ὁ τροχός, καὶ ὁ σωρὸς τῆς ἀνθρακιᾶς τῆς τῶν ἰχώρων ἐσβέννυτο σταλαγμοῖς, καὶ περὶ τοὺς ἄξονας τοῦ ὀργάνου περιέρρεον αἱ σάρκες. (Septuagint, Liber Maccabees IV 9:20)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 9:20)

  • ὡς δ οὐχὶ φιλεῖ ς οὐδ ἔστ εὔνους, τοῦτ αὐτό σε πρῶτα διδάξω, ἀλλ ἢ διὰ τοῦτ αὔθ ὁτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει. (Aristotle, Agon, Epirrheme10)

    (아리스토텔레스, Agon, Epirrheme10)

  • λέγεται οὖν ὅπου νῦν ἡ κρήνη ἐστὶν Ὑπέλαιος καλουμένη καὶ ὁ ἱερὸς λιμὴν ἁλιέας ἀριστοποιεῖσθαι, καὶ τῶν ἰχθύων τινὰ ἀποθορόντα σὺν ἀνθρακιᾷ εἰσπεσεῖν εἰς φορυτόν, καὶ ἁφθῆναι ὑπ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 62 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 62 1:2)

  • Κρατῖνος ἐν Ὀδυσσεῦσιν εἴρηκε τὴν ὀξάλμην διὰ τούτων ἀνθ ὧν πάντας ἑλὼν ὑμᾶς ἐρίηρας ἑταίρους, φρύξας, ἑψήσας, κἀπ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας, εἰς ἅλμην τε καὶ ὀξάλμην κᾆτ ἐς σκοροδάλμην χλιερὸν ἐμβάπτων, ὃς ἂν ὀπτότατός μοι ἁπάντων ὑμῶν φαίνηται, κατατρώξομαι, ὦ στρατιῶται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 34 3:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 34 3:4)

  • ὧν ἐν τοῖς Κασταβάλοις ἐστὶ τὸ τῆς Περασίας Ἀρτέμιδος ἱερόν, ὅπου φασὶ τὰς ἱερείας γυμνοῖς τοῖς ποσὶ δι ἀνθρακιᾶς βαδίζειν ἀπαθεῖς: (Strabo, Geography, Book 12, chapter 2 12:8)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 2 12:8)

  • ἀπὸ σπινθῆρος πυρὸς πληθύνεται ἀνθρακιά, καὶ ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς εἰς αἷμα ἐνεδρεύει. (Septuagint, Liber Sirach 11:30)

    (70인역 성경, Liber Sirach 11:30)

  • Νέδα μὲν Δία φέρουσά ἐστι νήπιον παῖδα, Ἀνθρακία δὲ νύμφη τῶν Ἀρκαδικῶν καὶ αὕτη δᾷδα ἔχουσά ἐστιν, Ἁγνὼ δὲ τῇ μὲν ὑδρίαν, ἐν δὲ τῇ ἑτέρᾳ χειρὶ φιάλην: (Pausanias, Description of Greece, , chapter 31 5:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 31 5:2)

  • εἰργασμέναι δὲ ἐπὶ τῷ βωμῷ Ῥέα μὲν καὶ Οἰνόη νύμφη παῖδα ἔτι νήπιον Δία ἔχουσιν, ἑκατέρωθεν δέ εἰσι τέσσαρες ἀριθμόν, Γλαύκη καὶ Νέδα καὶ Θεισόα καὶ Ἀνθρακία, τῇ δὲ Ἴδη καὶ Ἁγνὼ καὶ Ἀλκινόη τε καὶ Φρίξα. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 47 5:4)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 47 5:4)

유의어

  1. a pile of charcoal

  2. a charcoal fire

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION