헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνθοπλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνθοπλίζω

형태분석: ἀντ (접두사) + ὁπλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to arm against, to be arrayed against, to arm oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθοπλίζω

ἀνθοπλίζεις

ἀνθοπλίζει

쌍수 ἀνθοπλίζετον

ἀνθοπλίζετον

복수 ἀνθοπλίζομεν

ἀνθοπλίζετε

ἀνθοπλίζουσιν*

접속법단수 ἀνθοπλίζω

ἀνθοπλίζῃς

ἀνθοπλίζῃ

쌍수 ἀνθοπλίζητον

ἀνθοπλίζητον

복수 ἀνθοπλίζωμεν

ἀνθοπλίζητε

ἀνθοπλίζωσιν*

기원법단수 ἀνθοπλίζοιμι

ἀνθοπλίζοις

ἀνθοπλίζοι

쌍수 ἀνθοπλίζοιτον

ἀνθοπλιζοίτην

복수 ἀνθοπλίζοιμεν

ἀνθοπλίζοιτε

ἀνθοπλίζοιεν

명령법단수 ἀνθόπλιζε

ἀνθοπλιζέτω

쌍수 ἀνθοπλίζετον

ἀνθοπλιζέτων

복수 ἀνθοπλίζετε

ἀνθοπλιζόντων, ἀνθοπλιζέτωσαν

부정사 ἀνθοπλίζειν

분사 남성여성중성
ἀνθοπλιζων

ἀνθοπλιζοντος

ἀνθοπλιζουσα

ἀνθοπλιζουσης

ἀνθοπλιζον

ἀνθοπλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνθοπλίζομαι

ἀνθοπλίζει, ἀνθοπλίζῃ

ἀνθοπλίζεται

쌍수 ἀνθοπλίζεσθον

ἀνθοπλίζεσθον

복수 ἀνθοπλιζόμεθα

ἀνθοπλίζεσθε

ἀνθοπλίζονται

접속법단수 ἀνθοπλίζωμαι

ἀνθοπλίζῃ

ἀνθοπλίζηται

쌍수 ἀνθοπλίζησθον

ἀνθοπλίζησθον

복수 ἀνθοπλιζώμεθα

ἀνθοπλίζησθε

ἀνθοπλίζωνται

기원법단수 ἀνθοπλιζοίμην

ἀνθοπλίζοιο

ἀνθοπλίζοιτο

쌍수 ἀνθοπλίζοισθον

ἀνθοπλιζοίσθην

복수 ἀνθοπλιζοίμεθα

ἀνθοπλίζοισθε

ἀνθοπλίζοιντο

명령법단수 ἀνθοπλίζου

ἀνθοπλιζέσθω

쌍수 ἀνθοπλίζεσθον

ἀνθοπλιζέσθων

복수 ἀνθοπλίζεσθε

ἀνθοπλιζέσθων, ἀνθοπλιζέσθωσαν

부정사 ἀνθοπλίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνθοπλιζομενος

ἀνθοπλιζομενου

ἀνθοπλιζομενη

ἀνθοπλιζομενης

ἀνθοπλιζομενον

ἀνθοπλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to arm against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION