헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνακοντίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνακοντίζω

형태분석: ἀν (접두사) + ἀκοντίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dart or shoot up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακοντίζω

ἀνακοντίζεις

ἀνακοντίζει

쌍수 ἀνακοντίζετον

ἀνακοντίζετον

복수 ἀνακοντίζομεν

ἀνακοντίζετε

ἀνακοντίζουσιν*

접속법단수 ἀνακοντίζω

ἀνακοντίζῃς

ἀνακοντίζῃ

쌍수 ἀνακοντίζητον

ἀνακοντίζητον

복수 ἀνακοντίζωμεν

ἀνακοντίζητε

ἀνακοντίζωσιν*

기원법단수 ἀνακοντίζοιμι

ἀνακοντίζοις

ἀνακοντίζοι

쌍수 ἀνακοντίζοιτον

ἀνακοντιζοίτην

복수 ἀνακοντίζοιμεν

ἀνακοντίζοιτε

ἀνακοντίζοιεν

명령법단수 ἀνακόντιζε

ἀνακοντιζέτω

쌍수 ἀνακοντίζετον

ἀνακοντιζέτων

복수 ἀνακοντίζετε

ἀνακοντιζόντων, ἀνακοντιζέτωσαν

부정사 ἀνακοντίζειν

분사 남성여성중성
ἀνακοντιζων

ἀνακοντιζοντος

ἀνακοντιζουσα

ἀνακοντιζουσης

ἀνακοντιζον

ἀνακοντιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακοντίζομαι

ἀνακοντίζει, ἀνακοντίζῃ

ἀνακοντίζεται

쌍수 ἀνακοντίζεσθον

ἀνακοντίζεσθον

복수 ἀνακοντιζόμεθα

ἀνακοντίζεσθε

ἀνακοντίζονται

접속법단수 ἀνακοντίζωμαι

ἀνακοντίζῃ

ἀνακοντίζηται

쌍수 ἀνακοντίζησθον

ἀνακοντίζησθον

복수 ἀνακοντιζώμεθα

ἀνακοντίζησθε

ἀνακοντίζωνται

기원법단수 ἀνακοντιζοίμην

ἀνακοντίζοιο

ἀνακοντίζοιτο

쌍수 ἀνακοντίζοισθον

ἀνακοντιζοίσθην

복수 ἀνακοντιζοίμεθα

ἀνακοντίζοισθε

ἀνακοντίζοιντο

명령법단수 ἀνακοντίζου

ἀνακοντιζέσθω

쌍수 ἀνακοντίζεσθον

ἀνακοντιζέσθων

복수 ἀνακοντίζεσθε

ἀνακοντιζέσθων, ἀνακοντιζέσθωσαν

부정사 ἀνακοντίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνακοντιζομενος

ἀνακοντιζομενου

ἀνακοντιζομενη

ἀνακοντιζομενης

ἀνακοντιζομενον

ἀνακοντιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to dart or shoot up

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION