- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνακοινόω?

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration: anakoinoō

Principal Part: ἀνακοινόω

Structure: ἀνα (Prefix) + κοινό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to communicate
  2. to communicate with, take counsel with
  3. to communicate, one's own, mingles its
  4. to impart, to consult, to hold communication

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνακοινῶ ἀνακοινοῖς ἀνακοινοῖ
Dual ἀνακοινοῦτον ἀνακοινοῦτον
Plural ἀνακοινοῦμεν ἀνακοινοῦτε ἀνακοινοῦσι(ν)
SubjunctiveSingular ἀνακοινῶ ἀνακοινοῖς ἀνακοινοῖ
Dual ἀνακοινῶτον ἀνακοινῶτον
Plural ἀνακοινῶμεν ἀνακοινῶτε ἀνακοινῶσι(ν)
OptativeSingular ἀνακοινοῖμι ἀνακοινοῖς ἀνακοινοῖ
Dual ἀνακοινοῖτον ἀνακοινοίτην
Plural ἀνακοινοῖμεν ἀνακοινοῖτε ἀνακοινοῖεν
ImperativeSingular ἀνακοίνου ἀνακοινούτω
Dual ἀνακοινοῦτον ἀνακοινούτων
Plural ἀνακοινοῦτε ἀνακοινούντων, ἀνακοινούτωσαν
Infinitive ἀνακοινοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνακοινων ἀνακοινουντος ἀνακοινουσα ἀνακοινουσης ἀνακοινουν ἀνακοινουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνακοινοῦμαι ἀνακοινοῖ ἀνακοινοῦται
Dual ἀνακοινοῦσθον ἀνακοινοῦσθον
Plural ἀνακοινούμεθα ἀνακοινοῦσθε ἀνακοινοῦνται
SubjunctiveSingular ἀνακοινῶμαι ἀνακοινοῖ ἀνακοινῶται
Dual ἀνακοινῶσθον ἀνακοινῶσθον
Plural ἀνακοινώμεθα ἀνακοινῶσθε ἀνακοινῶνται
OptativeSingular ἀνακοινοίμην ἀνακοινοῖο ἀνακοινοῖτο
Dual ἀνακοινοῖσθον ἀνακοινοίσθην
Plural ἀνακοινοίμεθα ἀνακοινοῖσθε ἀνακοινοῖντο
ImperativeSingular ἀνακοινοῦ ἀνακοινούσθω
Dual ἀνακοινοῦσθον ἀνακοινούσθων
Plural ἀνακοινοῦσθε ἀνακοινούσθων, ἀνακοινούσθωσαν
Infinitive ἀνακοινοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνακοινουμενος ἀνακοινουμενου ἀνακοινουμενη ἀνακοινουμενης ἀνακοινουμενον ἀνακοινουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ καθ ὁδὸν οἷς ἐπίστευε μάλιστα καλῶς πρὸς αὐτὸν ἔχειν ἀνεκοινοῦτο τὴν γνώμην, καὶ προῄει σχέδην, ὡς περὶ τὸ δεῖπνον οὖσι τοῖς ἐφόροις ἐπιπέσοι. (Plutarch, Cleomenes, chapter 7 4:1)
  • πυθόμενος δὲ ὁ βασιλεὺς ἀνεκοινοῦτο τοῖς μάντεσιν Ἀριστάνδρῳ καὶ Κλεομάντει τῷ Λάκωνι. (Plutarch, Alexander, chapter 50 3:1)
  • ὅθεν εἰς Τροιζῆτα παρελθὼν ἀνεκοινοῦτο Πιτθεῖ τὴν τοῦ θεοῦ φωνὴν οὕτως ἔχουσαν: (Plutarch, chapter 3 3:2)
  • ὅτι δ οὐ ψευδῆ μόνον κατηγόρηκεν, ἀλλὰ καὶ ἀδύνατα γενέσθαι, μίαν μὲν αὐτὸς καθ αὑτοῦ μαρτυρίαν μαρτυρήσει, ἑτέραν δὲ πάντες Ἀθηναῖοι καὶ ὑμεῖς ἀναμιμνῃσκόμενοι, τρίτην δὲ ἡ τῆς αἰτίας ἀπιθανότης, τετάρτην δὲ ἀνὴρ ἀξιόλογος, εἷς τῶν πολιτευομένων, Ἀμύντωρ, ᾧ ψήφισμα ἐπεδείξατο Δημοσθένης καὶ ἀνεκοινοῦτο, εἰ δῷ τῷ γραμματεῖ, οὐχ ὑπεναντία, ἀλλὰ ταὐτὰ γεγραφὼς Φιλοκράτει. (Aeschines, Speeches, , section 641)
  • ὧν γὰρ ἐγίγνωσκε τοὺς ἐπιεικεστάτους καὶ τριηράρχων καὶ κυβερνητῶν καὶ ἐπιβατῶν, ἑκάστης ἡμέρας πρῲ καὶ πρὸς ἑσπέραν συναλίζων πρὸς τὴν σκηνὴν τὴν ἑαυτοῦ ἀνεκοινοῦτο ὅ τι ἔμελλεν ἢ λέγειν ἢ πράττειν, κἀκείνους ἐδίδασκε κελεύων λέγειν τὰ μὲν ἀπὸ τοῦ παραχρῆμα, τὰ δὲ βουλευσαμένους. (Xenophon, Hellenica, , chapter 1 32:2)

Synonyms

  1. to communicate

  2. to communicate with

  3. to impart

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION