고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συγκοινόομαι συγκοινώσομαι
Structure: συγκοινό (Stem) + ομαι (Ending)
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συγκοινοῦμαι | συγκοινοῖ | συγκοινοῦται |
| Dual | συγκοινοῦσθον | συγκοινοῦσθον | ||
| Plural | συγκοινούμεθα | συγκοινοῦσθε | συγκοινοῦνται | |
| Subjunctive | Singular | συγκοινῶμαι | συγκοινοῖ | συγκοινῶται |
| Dual | συγκοινῶσθον | συγκοινῶσθον | ||
| Plural | συγκοινώμεθα | συγκοινῶσθε | συγκοινῶνται | |
| Optative | Singular | συγκοινοίμην | συγκοινοῖο | συγκοινοῖτο |
| Dual | συγκοινοῖσθον | συγκοινοίσθην | ||
| Plural | συγκοινοίμεθα | συγκοινοῖσθε | συγκοινοῖντο | |
| Imperative | Singular | συγκοινοῦ | συγκοινούσθω | |
| Dual | συγκοινοῦσθον | συγκοινούσθων | ||
| Plural | συγκοινοῦσθε | συγκοινούσθων, συγκοινούσθωσαν | ||
| Infinitive | συγκοινοῦσθαι | |||
| Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
| συγκοινουμενος συγκοινουμενου | συγκοινουμενη συγκοινουμενης | συγκοινουμενον συγκοινουμενου | ||
| Middle | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | συγκοινώσομαι | συγκοινώσει, συγκοινώσῃ | συγκοινώσεται |
| Dual | συγκοινώσεσθον | συγκοινώσεσθον | ||
| Plural | συγκοινωσόμεθα | συγκοινώσεσθε | συγκοινώσονται | |
| Optative | Singular | συγκοινωσοίμην | συγκοινώσοιο | συγκοινώσοιτο |
| Dual | συγκοινώσοισθον | συγκοινωσοίσθην | ||
| Plural | συγκοινωσοίμεθα | συγκοινώσοισθε | συγκοινώσοιντο | |
| Infinitive | συγκοινώσεσθαι | |||
| Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
| συγκοινωσομενος συγκοινωσομενου | συγκοινωσομενη συγκοινωσομενης | συγκοινωσομενον συγκοινωσομενου | ||
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | ἐσυγκοινούμην | ἐσυγκοινοῦ | ἐσυγκοινοῦτο |
| Dual | ἐσυγκοινοῦσθον | ἐσυγκοινούσθην | ||
| Plural | ἐσυγκοινούμεθα | ἐσυγκοινοῦσθε | ἐσυγκοινοῦντο | |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기