헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμελής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀμελής ἀμελές

형태분석: ἀμελη (어간) + ς (어미)

어원: 부정 접두사 a, me/lei

  1. 부주의한, 무관심한, 경솔한, 상관하지 않는, 애매한
  2. 부주의한, 무관심한, 애매한
  1. careless, heedless, negligent, carelessly
  2. careless of, to be careless
  3. uncared for, unheeded

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀμελής

부주의한 (이)가

ά̓μελες

부주의한 (것)가

속격 ἀμελούς

부주의한 (이)의

ἀμέλους

부주의한 (것)의

여격 ἀμελεί

부주의한 (이)에게

ἀμέλει

부주의한 (것)에게

대격 ἀμελή

부주의한 (이)를

ά̓μελες

부주의한 (것)를

호격 ἀμελές

부주의한 (이)야

ά̓μελες

부주의한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀμελεί

부주의한 (이)들이

ἀμέλει

부주의한 (것)들이

속/여 ἀμελοίν

부주의한 (이)들의

ἀμέλοιν

부주의한 (것)들의

복수주격 ἀμελείς

부주의한 (이)들이

ἀμέλη

부주의한 (것)들이

속격 ἀμελών

부주의한 (이)들의

ἀμέλων

부주의한 (것)들의

여격 ἀμελέσιν*

부주의한 (이)들에게

ἀμέλεσιν*

부주의한 (것)들에게

대격 ἀμελείς

부주의한 (이)들을

ἀμέλη

부주의한 (것)들을

호격 ἀμελείς

부주의한 (이)들아

ἀμέλη

부주의한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθα δὴ καὶ μάλιστα ἔδειξε τὴν εὔνοιαν ἣν εἶχε πρὸσ αὐτόν, ἀμελῶν μὲν τῶν καθ’ ἑαυτὸν δεινῶν καίτοι ἐνόσησε καὶ αὐτόσ, ἐπιμελούμενοσ δὲ ὅπωσ ἐκεῖνοσ μάλιστα καθευδήσει καὶ ἧττον ἀνιάσεται· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 31:4)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 31:4)

  • εἰ δ’ ἀμελῶν καὶ μεθυσκόμενοσ τοσαύτασ πόλεισ εἷλε καὶ τοσαύτασ νίκασ ἐνίκησε, δῆλον ὅτι νήφοντοσ αὐτοῦ καὶ προσέχοντοσ οὐδεὶσ ἂν οὔτε τῶν πρότερον οὔτε τῶν ὕστερον Ἑλλήνωνπαρῆλθε τὰσ πράξεισ. (Plutarch, , chapter 15 3:3)

    (플루타르코스, , chapter 15 3:3)

  • αὑτῷ δ’ ἔλεγε Τοὺσ ἐχθροὺσ φθονεῖν, ὅτι καθ’ ἡμέραν ἐκ νυκτὸσ ἀνίσταται καὶ τῶν ἰδίων ἀμελῶν τοῖσ δημοσίοισ σχολάζει, βούλεσθαι δ’ ἔλεγε μᾶλλον εὖ πράξασ ἀποστερηθῆναι χάριν ἢ κακῶσ μὴ τυχεῖν κολάσεωσ, καὶ συγγνώμην ἔφη διδόναι πᾶσι τοῖσ ἁμαρτάνουσι πλὴν αὑτοῦ. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 8 9:1)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 8 9:1)

  • Πελοπίδᾳ δὲ ἦν μὲν γάμοσ λαμπρόσ, ἐγένοντο δὲ καὶ παῖδεσ, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον ἀμελῶν τοῦ χρηματίζεσθαι καὶ σχολάζων τῇ πόλει τὸν ἅπαντα χρόνον ἠλάττωσε τὴν οὐσίαν. (Plutarch, Pelopidas, chapter 3 3:3)

    (플루타르코스, Pelopidas, chapter 3 3:3)

  • "ἀμελῶν δὲ τῶν ἰδίων ὑπὸ τοῦ τὰ κοινὰ φροντίζειν μόλισ ἄρχεται καθεύδειν περὶ πρῶτον ὕπνον. (Plutarch, , chapter 5 3:3)

    (플루타르코스, , chapter 5 3:3)

유의어

  1. 부주의한

  2. uncared for

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION