- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἅλιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: halios 고전 발음: [할리오] 신약 발음: [알리오]

기본형: ἅλιος ἅλιη ἅλιον

형태분석: ἁλι (어간) + ος (어미)

  1. 게으른, 헛된, 무익한, 일하지 않는, 놀고 있는
  1. fruitless, unprofitable, vain, idle

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἅλιος

게으른 (이)가

ἅλία

게으른 (이)가

ἅλιον

게으른 (것)가

속격 ἁλίου

게으른 (이)의

ἅλίας

게으른 (이)의

ἁλίου

게으른 (것)의

여격 ἁλίῳ

게으른 (이)에게

ἅλίᾳ

게으른 (이)에게

ἁλίῳ

게으른 (것)에게

대격 ἅλιον

게으른 (이)를

ἅλίαν

게으른 (이)를

ἅλιον

게으른 (것)를

호격 ἅλιε

게으른 (이)야

ἅλία

게으른 (이)야

ἅλιον

게으른 (것)야

쌍수주/대/호 ἁλίω

게으른 (이)들이

ἅλία

게으른 (이)들이

ἁλίω

게으른 (것)들이

속/여 ἁλίοιν

게으른 (이)들의

ἅλίαιν

게으른 (이)들의

ἁλίοιν

게으른 (것)들의

복수주격 ἅλιοι

게으른 (이)들이

ἅλιαι

게으른 (이)들이

ἅλια

게으른 (것)들이

속격 ἁλίων

게으른 (이)들의

ἅλιῶν

게으른 (이)들의

ἁλίων

게으른 (것)들의

여격 ἁλίοις

게으른 (이)들에게

ἅλίαις

게으른 (이)들에게

ἁλίοις

게으른 (것)들에게

대격 ἁλίους

게으른 (이)들을

ἅλίας

게으른 (이)들을

ἅλια

게으른 (것)들을

호격 ἅλιοι

게으른 (이)들아

ἅλιαι

게으른 (이)들아

ἅλια

게으른 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἅλιος

ἁλίου

게으른 (이)의

ἁλιώτερος

ἁλιωτέρου

더 게으른 (이)의

ἁλιώτατος

ἁλιωτάτου

가장 게으른 (이)의

부사 ἁλίως

ἁλιώτερον

ἁλιώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δίκτυον ἀκρομόλιβδον Ἀμύντιχος ἀμφὶ τριαίνῃ δῆσε γέρων, ἁλίων παυσάμενος καμάτων, ἐς δὲ Ποσειδάωνα καὶ ἁλμυρὸν οἶδμα θαλάσσης εἶπεν, ἀποσπένδων δάκρυον ἐκ βλεφάρων οἶσθα, μάκαρ: (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 301)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 301)

  • Πανὶ κασιγνήτων ἱερὴ τριάς , ἄλλος ἀπ ἄλλης, ἄνθετ ἀπ οἰκείης σύμβολον ἐργασίης, Πίγρης ὀρνίθων, ἁλίων ἀπομοίρια Κλείτωρ ἔμπαλιν ἰθυτόμων Δᾶμις ἀπὸ σταλίκων. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 1871)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 1871)

  • ἐπεὶ δὲ οἱ ἐκ τῆς πόλεως Ζακύνθιοι πέμψαντες πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους ἔλεγον οἱᾶ πεπονθότες εἰε῀ν ὑπὸ τοῦ Τιμοθέου, εὐθὺς οἱ Λακεδαιμόνιοι ἀδικεῖν τε ἡγοῦντο τοὺς Ἀθηναίους καὶ ναυτικὸν πάλιν κατεσκεύαζον καὶ συνετάττοντο εἰς ἑξήκοντα ναῦς ἀπ αὐτῆς τε τῆς Λακεδαίμονος καὶ Κορίνθου καὶ Λευκάδος καὶ Ἀμβρακίας καὶ Ἤλιδος καὶ Ζακύνθου καὶ Ἀχαΐας καὶ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος καὶ Ἑρμιόνος καὶ Ἁλιῶν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 2 5:1)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 2 5:1)

  • καὶ τὸν μὲν τῶν Ἁλίων ἀγῶνα ποιήσετε, καὶ τὸ χωρίον μεμένηκε σῶν οὗ ποιήσετε: (Aristides, Aelius, Orationes, 8:9)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 8:9)

유의어

  1. 게으른

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION