- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδελφή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: adelphē 고전 발음: [아델페:] 신약 발음: [아댈페]

기본형: ἀδελφή ἀδελφῆς

형태분석: ἀδελφ (어간) + η (어미)

  1. 시스터, 자매
  1. sister
  2. some other female relation, such as wife or cousin

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀδελφή

시스터가

ἀδελφά

시스터들이

ἀδελφαί

시스터들이

속격 ἀδελφῆς

시스터의

ἀδελφαῖν

시스터들의

ἀδελφῶν

시스터들의

여격 ἀδελφῇ

시스터에게

ἀδελφαῖν

시스터들에게

ἀδελφαῖς

시스터들에게

대격 ἀδελφήν

시스터를

ἀδελφά

시스터들을

ἀδελφάς

시스터들을

호격 ἀδελφή

시스터야

ἀδελφά

시스터들아

ἀδελφαί

시스터들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτος ἔσται ἄγροικος ἄνθρωπος αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ πάντας, καὶ αἱ χεῖρες πάντων ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κατοικήσει. (Septuagint, Liber Genesis 16:12)

    (70인역 성경, 창세기 16:12)

  • κατῴκησε δὲ ἀπὸ Εὐϊλὰτ ἕως Σούρ, ἥ ἐστι κατὰ πρόσωπον Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν πρὸς Ἀσσυρίους. κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κατῴκησε. (Septuagint, Liber Genesis 25:18)

    (70인역 성경, 창세기 25:18)

  • καὶ εἶπεν Ἰακώβ. παῤ ᾧ ἂν εὕρῃς τοὺς θεούς σου, οὐ ζήσεται ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν. ἐπίγνωθι τί ἐστι παῤ ἐμοὶ τῶν σῶν καὶ λαβέ. καὶ οὐκ ἐπέγνω παῤ αὐτῷ οὐδέν. οὐκ ᾔδει δὲ Ἰακώβ, ὅτι Ραχὴλ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἔκλεψεν αὐτούς. (Septuagint, Liber Genesis 31:32)

    (70인역 성경, 창세기 31:32)

  • καὶ ὅτι ἠρεύνησας πάντα τὰ σκεύη τοῦ οἴκου μου; τί εὗρες ἀπὸ πάντων τῶν σκευῶν τοῦ οἴκου σου; θές ὧδε ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου, καὶ ἐλεγξάτωσαν ἀνὰ μέσον τῶν δύο ἡμῶν. (Septuagint, Liber Genesis 31:37)

    (70인역 성경, 창세기 31:37)

유의어

  1. 시스터

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION