- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδελφή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: adelphē 고전 발음: [아델페:] 신약 발음: [아댈페]

기본형: ἀδελφή ἀδελφῆς

형태분석: ἀδελφ (어간) + η (어미)

  1. 시스터, 자매
  1. sister
  2. some other female relation, such as wife or cousin

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀδελφή

시스터가

ἀδελφά

시스터들이

ἀδελφαί

시스터들이

속격 ἀδελφῆς

시스터의

ἀδελφαῖν

시스터들의

ἀδελφῶν

시스터들의

여격 ἀδελφῇ

시스터에게

ἀδελφαῖν

시스터들에게

ἀδελφαῖς

시스터들에게

대격 ἀδελφήν

시스터를

ἀδελφά

시스터들을

ἀδελφάς

시스터들을

호격 ἀδελφή

시스터야

ἀδελφά

시스터들아

ἀδελφαί

시스터들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συμπορευόμενοι δὲ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦσαν πότον καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν, συμπαραλαμβάνοντες ἅμα καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφὰς αὐτῶν ἐσθίειν καὶ πίνειν μετ᾿ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iob 1:4)

    (70인역 성경, 욥기 1:4)

  • καὶ Σαμάρεια κατὰ τὰς ἡμίσεις τῶν ἁμαρτιῶν σου οὐχ ἥμαρτε. καὶ ἐπλήθυνας τὰς ἀνομίας σου ὑπὲρ αὐτὰς καὶ ἐδικαίωσας τὰς ἀδελφάς σου ἐν πάσαις ταῖς ἀνομίαις σου, αἷς ἐποίησας. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 16:51)

    (70인역 성경, 에제키엘서 16:51)

  • καὶ σὺ κόμισαι βάσανόν σου, ἐν ᾗ ἔφθειρας τὰς ἀδελφάς σου ἐν ταῖς ἁμαρτίαις σου, αἷς ἠνόμησας ὑπὲρ αὐτάς, καὶ ἐδικαίωσας αὐτὰς ὑπὲρ σεαυτήν. καὶ σὺ αἰσχύνθητι καὶ λάβε τὴν ἀτιμίαν σου ἐν τῷ δικαιῶσαί σε τὰς ἀδελφάς σου. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 16:52)

    (70인역 성경, 에제키엘서 16:52)

  • καὶ μνησθήσῃ τὴν ὁδόν σου καὶ ἐξατιμωθήσῃ ἐν τῷ ἀναλαβεῖν σε τὰς ἀδελφάς σου τὰς πρεσβυτέρας σου σὺν ταῖς νεωτέραις σου, καὶ δώσω αὐτάς σοι εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ ἐκ διαθήκης σου. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 16:61)

    (70인역 성경, 에제키엘서 16:61)

유의어

  1. 시스터

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION