- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀδελφή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: adelphē 고전 발음: [아델페:] 신약 발음: [아댈페]

기본형: ἀδελφή ἀδελφῆς

형태분석: ἀδελφ (어간) + η (어미)

  1. 시스터, 자매
  1. sister
  2. some other female relation, such as wife or cousin

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀδελφή

시스터가

ἀδελφά

시스터들이

ἀδελφαί

시스터들이

속격 ἀδελφῆς

시스터의

ἀδελφαῖν

시스터들의

ἀδελφῶν

시스터들의

여격 ἀδελφῇ

시스터에게

ἀδελφαῖν

시스터들에게

ἀδελφαῖς

시스터들에게

대격 ἀδελφήν

시스터를

ἀδελφά

시스터들을

ἀδελφάς

시스터들을

호격 ἀδελφή

시스터야

ἀδελφά

시스터들아

ἀδελφαί

시스터들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγένετο ἡνίκα εἶδε τὰ ἐνώτια καὶ τὰ ψέλλια ἐν ταῖς χερσὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ καὶ ὅτε ἤκουσε τὰ ρήματα Ρεβέκκας τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ λεγούσης. οὕτω λελάληκέ μοι ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἑστηκότος αὐτοῦ ἐπὶ τῶν καμήλων ἐπὶ τῆς πηγῆς (Septuagint, Liber Genesis 24:30)

    (70인역 성경, 창세기 24:30)

  • ἐγένετο δέ, ὡς ἤκουσε Λάβαν τὸ ὄνομα Ἰακὼβ τοῦ υἱοῦ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ, ἔδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ περιλαβὼν αὐτὸν ἐφίλησε καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ διηγήσατο τῷ Λάβαν πάντας τοὺς λόγους τούτους. (Septuagint, Liber Genesis 29:13)

    (70인역 성경, 창세기 29:13)

  • ἀσχημοσύνην τῆς ἀδελφῆς σου ἐκ πατρός σου ἢ ἐκ μητρός σου ἐνδογενοῦς ἢ γεγεννημένης ἔξω, οὐκ ἀποκαλύψεις ἀσχημοσύνην αὐτῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 18:9)

    (70인역 성경, 레위기 18:9)

  • ἀσχημοσύνην ἀδελφῆς πατρός σου οὐκ ἀποκαλύψεις, οἰκεία γὰρ πατρός σού ἐστιν. (Septuagint, Liber Leviticus 18:12)

    (70인역 성경, 레위기 18:12)

유의어

  1. 시스터

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION