헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμμάχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμμάχομαι συμμαχοῦμαι συνεμαχεσάμην

형태분석: συμ (접두사) + μάχ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 동맹하다, 협력하다, 연합하다
  1. to fight along with others, to be an ally, auxiliary

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμάχομαι

(나는) 동맹한다

συμμάχει, συμμάχῃ

(너는) 동맹한다

συμμάχεται

(그는) 동맹한다

쌍수 συμμάχεσθον

(너희 둘은) 동맹한다

συμμάχεσθον

(그 둘은) 동맹한다

복수 συμμαχόμεθα

(우리는) 동맹한다

συμμάχεσθε

(너희는) 동맹한다

συμμάχονται

(그들은) 동맹한다

접속법단수 συμμάχωμαι

(나는) 동맹하자

συμμάχῃ

(너는) 동맹하자

συμμάχηται

(그는) 동맹하자

쌍수 συμμάχησθον

(너희 둘은) 동맹하자

συμμάχησθον

(그 둘은) 동맹하자

복수 συμμαχώμεθα

(우리는) 동맹하자

συμμάχησθε

(너희는) 동맹하자

συμμάχωνται

(그들은) 동맹하자

기원법단수 συμμαχοίμην

(나는) 동맹하기를 (바라다)

συμμάχοιο

(너는) 동맹하기를 (바라다)

συμμάχοιτο

(그는) 동맹하기를 (바라다)

쌍수 συμμάχοισθον

(너희 둘은) 동맹하기를 (바라다)

συμμαχοίσθην

(그 둘은) 동맹하기를 (바라다)

복수 συμμαχοίμεθα

(우리는) 동맹하기를 (바라다)

συμμάχοισθε

(너희는) 동맹하기를 (바라다)

συμμάχοιντο

(그들은) 동맹하기를 (바라다)

명령법단수 συμμάχου

(너는) 동맹해라

συμμαχέσθω

(그는) 동맹해라

쌍수 συμμάχεσθον

(너희 둘은) 동맹해라

συμμαχέσθων

(그 둘은) 동맹해라

복수 συμμάχεσθε

(너희는) 동맹해라

συμμαχέσθων, συμμαχέσθωσαν

(그들은) 동맹해라

부정사 συμμάχεσθαι

동맹하는 것

분사 남성여성중성
συμμαχομενος

συμμαχομενου

συμμαχομενη

συμμαχομενης

συμμαχομενον

συμμαχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμμάχουμαι

(나는) 동맹하겠다

συμμάχει, συμμάχῃ

(너는) 동맹하겠다

συμμάχειται

(그는) 동맹하겠다

쌍수 συμμάχεισθον

(너희 둘은) 동맹하겠다

συμμάχεισθον

(그 둘은) 동맹하겠다

복수 συμμαχοῦμεθα

(우리는) 동맹하겠다

συμμάχεισθε

(너희는) 동맹하겠다

συμμάχουνται

(그들은) 동맹하겠다

기원법단수 συμμαχοίμην

(나는) 동맹하겠기를 (바라다)

συμμάχοιο

(너는) 동맹하겠기를 (바라다)

συμμάχοιτο

(그는) 동맹하겠기를 (바라다)

쌍수 συμμάχοισθον

(너희 둘은) 동맹하겠기를 (바라다)

συμμαχοίσθην

(그 둘은) 동맹하겠기를 (바라다)

복수 συμμαχοίμεθα

(우리는) 동맹하겠기를 (바라다)

συμμάχοισθε

(너희는) 동맹하겠기를 (바라다)

συμμάχοιντο

(그들은) 동맹하겠기를 (바라다)

부정사 συμμάχεισθαι

동맹할 것

분사 남성여성중성
συμμαχουμενος

συμμαχουμενου

συμμαχουμενη

συμμαχουμενης

συμμαχουμενον

συμμαχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεμαχόμην

(나는) 동맹하고 있었다

συνεμάχου

(너는) 동맹하고 있었다

συνεμάχετο

(그는) 동맹하고 있었다

쌍수 συνεμάχεσθον

(너희 둘은) 동맹하고 있었다

συνεμαχέσθην

(그 둘은) 동맹하고 있었다

복수 συνεμαχόμεθα

(우리는) 동맹하고 있었다

συνεμάχεσθε

(너희는) 동맹하고 있었다

συνεμάχοντο

(그들은) 동맹하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεμαχεσάμην

(나는) 동맹했다

συνεμαχέσω

(너는) 동맹했다

συνεμαχέσατο

(그는) 동맹했다

쌍수 συνεμαχέσασθον

(너희 둘은) 동맹했다

συνεμαχεσάσθην

(그 둘은) 동맹했다

복수 συνεμαχεσάμεθα

(우리는) 동맹했다

συνεμαχέσασθε

(너희는) 동맹했다

συνεμαχέσαντο

(그들은) 동맹했다

접속법단수 συμμαχέσωμαι

(나는) 동맹했자

συμμαχέσῃ

(너는) 동맹했자

συμμαχέσηται

(그는) 동맹했자

쌍수 συμμαχέσησθον

(너희 둘은) 동맹했자

συμμαχέσησθον

(그 둘은) 동맹했자

복수 συμμαχεσώμεθα

(우리는) 동맹했자

συμμαχέσησθε

(너희는) 동맹했자

συμμαχέσωνται

(그들은) 동맹했자

기원법단수 συμμαχεσαίμην

(나는) 동맹했기를 (바라다)

συμμαχέσαιο

(너는) 동맹했기를 (바라다)

συμμαχέσαιτο

(그는) 동맹했기를 (바라다)

쌍수 συμμαχέσαισθον

(너희 둘은) 동맹했기를 (바라다)

συμμαχεσαίσθην

(그 둘은) 동맹했기를 (바라다)

복수 συμμαχεσαίμεθα

(우리는) 동맹했기를 (바라다)

συμμαχέσαισθε

(너희는) 동맹했기를 (바라다)

συμμαχέσαιντο

(그들은) 동맹했기를 (바라다)

명령법단수 συμμάχεσαι

(너는) 동맹했어라

συμμαχεσάσθω

(그는) 동맹했어라

쌍수 συμμαχέσασθον

(너희 둘은) 동맹했어라

συμμαχεσάσθων

(그 둘은) 동맹했어라

복수 συμμαχέσασθε

(너희는) 동맹했어라

συμμαχεσάσθων

(그들은) 동맹했어라

부정사 συμμαχέσεσθαι

동맹했는 것

분사 남성여성중성
συμμαχεσαμενος

συμμαχεσαμενου

συμμαχεσαμενη

συμμαχεσαμενης

συμμαχεσαμενον

συμμαχεσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γενομένου δὲ αὐτοῖσ τοῦ Παντοκράτοροσ συμμάχου, κατέσφαξαν τῶν πολεμίων ὑπὲρ τοὺσ ἐνακισχιλίουσ, τραυματίασ δὲ καὶ τοῖσ μέλεσιν ἀναπήρουσ τὸ πλεῖστον μέροσ τῆσ τοῦ Νικάνοροσ στρατιᾶσ ἐποίησαν, πάντασ δὲ φυγεῖν ἠνάγκασαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:24)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:24)

  • αὕτη πόλεισ ὄλλυσιν, ἥδ’ ἀναστάτουσ οἴκουσ τίθησιν, ἥδε συμμάχου δορὸσ τροπὰσ καταρρήγνυσι· (Sophocles, Antigone, episode19)

    (소포클레스, Antigone, episode19)

  • τί βαιὸν οὕτωσ ἐντρέπει τῆσ συμμάχου; (Sophocles, Ajax, episode 3:20)

    (소포클레스, Ajax, episode 3:20)

  • ἀλλὰ πρὸσ τὰσ τῆσ τέχνησ ὑποθέσεισ τὴν φύσιν ἐπισκεψάμενοσ, εἰπεῖν ὡσ ἀναγκαῖον εἰή τοῦτον τὸν ἄνδρα μέγιστον γενέσθαι, θαυμάζειν δὲ καὶ νῦν πῶσ ἀνέχεται μὴ πρῶτοσ ὢν ἁπάντων, ἀναχωρήσαντι δὲ αὐτῷ δίκην ἔλαχε δώρων Κηνσωρῖνοσ, ὡσ πολλὰ χρήματα συνειλοχότι παρὰ τὸν νόμον ἐκ φίλησ καὶ συμμάχου βασιλείασ, οὐ μὴν ἀπήντησεν ἐπὶ τὴν κρίσιν, ἀλλ’ ἀπέστη τῆσ κατηγορίασ. (Plutarch, Sulla, chapter 5 6:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 5 6:1)

  • ἀλλ’ οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου, οὐδέ σφιν ἀρχῆσ τῆσδε Καδμείασ ποτὲ ὄνησισ ἥξει· (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 4:9)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 4:9)

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION