헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσβοηθέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσβοηθέω προσβοηθήσω

형태분석: προς (접두사) + βοηθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돕다, 보조하다
  1. to come to aid, come up with succour

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβοήθω

(나는) 돕는다

προσβοήθεις

(너는) 돕는다

προσβοήθει

(그는) 돕는다

쌍수 προσβοήθειτον

(너희 둘은) 돕는다

προσβοήθειτον

(그 둘은) 돕는다

복수 προσβοήθουμεν

(우리는) 돕는다

προσβοήθειτε

(너희는) 돕는다

προσβοήθουσιν*

(그들은) 돕는다

접속법단수 προσβοήθω

(나는) 돕자

προσβοήθῃς

(너는) 돕자

προσβοήθῃ

(그는) 돕자

쌍수 προσβοήθητον

(너희 둘은) 돕자

προσβοήθητον

(그 둘은) 돕자

복수 προσβοήθωμεν

(우리는) 돕자

προσβοήθητε

(너희는) 돕자

προσβοήθωσιν*

(그들은) 돕자

기원법단수 προσβοήθοιμι

(나는) 돕기를 (바라다)

προσβοήθοις

(너는) 돕기를 (바라다)

προσβοήθοι

(그는) 돕기를 (바라다)

쌍수 προσβοήθοιτον

(너희 둘은) 돕기를 (바라다)

προσβοηθοίτην

(그 둘은) 돕기를 (바라다)

복수 προσβοήθοιμεν

(우리는) 돕기를 (바라다)

προσβοήθοιτε

(너희는) 돕기를 (바라다)

προσβοήθοιεν

(그들은) 돕기를 (바라다)

명령법단수 προσβοῆθει

(너는) 도워라

προσβοηθεῖτω

(그는) 도워라

쌍수 προσβοήθειτον

(너희 둘은) 도워라

προσβοηθεῖτων

(그 둘은) 도워라

복수 προσβοήθειτε

(너희는) 도워라

προσβοηθοῦντων, προσβοηθεῖτωσαν

(그들은) 도워라

부정사 προσβοήθειν

돕는 것

분사 남성여성중성
προσβοηθων

προσβοηθουντος

προσβοηθουσα

προσβοηθουσης

προσβοηθουν

προσβοηθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβοήθουμαι

(나는) 도워진다

προσβοήθει, προσβοήθῃ

(너는) 도워진다

προσβοήθειται

(그는) 도워진다

쌍수 προσβοήθεισθον

(너희 둘은) 도워진다

προσβοήθεισθον

(그 둘은) 도워진다

복수 προσβοηθοῦμεθα

(우리는) 도워진다

προσβοήθεισθε

(너희는) 도워진다

προσβοήθουνται

(그들은) 도워진다

접속법단수 προσβοήθωμαι

(나는) 도워지자

προσβοήθῃ

(너는) 도워지자

προσβοήθηται

(그는) 도워지자

쌍수 προσβοήθησθον

(너희 둘은) 도워지자

προσβοήθησθον

(그 둘은) 도워지자

복수 προσβοηθώμεθα

(우리는) 도워지자

προσβοήθησθε

(너희는) 도워지자

προσβοήθωνται

(그들은) 도워지자

기원법단수 προσβοηθοίμην

(나는) 도워지기를 (바라다)

προσβοήθοιο

(너는) 도워지기를 (바라다)

προσβοήθοιτο

(그는) 도워지기를 (바라다)

쌍수 προσβοήθοισθον

(너희 둘은) 도워지기를 (바라다)

προσβοηθοίσθην

(그 둘은) 도워지기를 (바라다)

복수 προσβοηθοίμεθα

(우리는) 도워지기를 (바라다)

προσβοήθοισθε

(너희는) 도워지기를 (바라다)

προσβοήθοιντο

(그들은) 도워지기를 (바라다)

명령법단수 προσβοήθου

(너는) 도워져라

προσβοηθεῖσθω

(그는) 도워져라

쌍수 προσβοήθεισθον

(너희 둘은) 도워져라

προσβοηθεῖσθων

(그 둘은) 도워져라

복수 προσβοήθεισθε

(너희는) 도워져라

προσβοηθεῖσθων, προσβοηθεῖσθωσαν

(그들은) 도워져라

부정사 προσβοήθεισθαι

도워지는 것

분사 남성여성중성
προσβοηθουμενος

προσβοηθουμενου

προσβοηθουμενη

προσβοηθουμενης

προσβοηθουμενον

προσβοηθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβοηθήσω

(나는) 돕겠다

προσβοηθήσεις

(너는) 돕겠다

προσβοηθήσει

(그는) 돕겠다

쌍수 προσβοηθήσετον

(너희 둘은) 돕겠다

προσβοηθήσετον

(그 둘은) 돕겠다

복수 προσβοηθήσομεν

(우리는) 돕겠다

προσβοηθήσετε

(너희는) 돕겠다

προσβοηθήσουσιν*

(그들은) 돕겠다

기원법단수 προσβοηθήσοιμι

(나는) 돕겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοις

(너는) 돕겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοι

(그는) 돕겠기를 (바라다)

쌍수 προσβοηθήσοιτον

(너희 둘은) 돕겠기를 (바라다)

προσβοηθησοίτην

(그 둘은) 돕겠기를 (바라다)

복수 προσβοηθήσοιμεν

(우리는) 돕겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοιτε

(너희는) 돕겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοιεν

(그들은) 돕겠기를 (바라다)

부정사 προσβοηθήσειν

도울 것

분사 남성여성중성
προσβοηθησων

προσβοηθησοντος

προσβοηθησουσα

προσβοηθησουσης

προσβοηθησον

προσβοηθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσβοηθήσομαι

(나는) 도워지겠다

προσβοηθήσει, προσβοηθήσῃ

(너는) 도워지겠다

προσβοηθήσεται

(그는) 도워지겠다

쌍수 προσβοηθήσεσθον

(너희 둘은) 도워지겠다

προσβοηθήσεσθον

(그 둘은) 도워지겠다

복수 προσβοηθησόμεθα

(우리는) 도워지겠다

προσβοηθήσεσθε

(너희는) 도워지겠다

προσβοηθήσονται

(그들은) 도워지겠다

기원법단수 προσβοηθησοίμην

(나는) 도워지겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοιο

(너는) 도워지겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοιτο

(그는) 도워지겠기를 (바라다)

쌍수 προσβοηθήσοισθον

(너희 둘은) 도워지겠기를 (바라다)

προσβοηθησοίσθην

(그 둘은) 도워지겠기를 (바라다)

복수 προσβοηθησοίμεθα

(우리는) 도워지겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοισθε

(너희는) 도워지겠기를 (바라다)

προσβοηθήσοιντο

(그들은) 도워지겠기를 (바라다)

부정사 προσβοηθήσεσθαι

도워질 것

분사 남성여성중성
προσβοηθησομενος

προσβοηθησομενου

προσβοηθησομενη

προσβοηθησομενης

προσβοηθησομενον

προσβοηθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεβοῆθουν

(나는) 돕고 있었다

προσεβοῆθεις

(너는) 돕고 있었다

προσεβοῆθειν*

(그는) 돕고 있었다

쌍수 προσεβοήθειτον

(너희 둘은) 돕고 있었다

προσεβοηθεῖτην

(그 둘은) 돕고 있었다

복수 προσεβοήθουμεν

(우리는) 돕고 있었다

προσεβοήθειτε

(너희는) 돕고 있었다

προσεβοῆθουν

(그들은) 돕고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεβοηθοῦμην

(나는) 도워지고 있었다

προσεβοήθου

(너는) 도워지고 있었다

προσεβοήθειτο

(그는) 도워지고 있었다

쌍수 προσεβοήθεισθον

(너희 둘은) 도워지고 있었다

προσεβοηθεῖσθην

(그 둘은) 도워지고 있었다

복수 προσεβοηθοῦμεθα

(우리는) 도워지고 있었다

προσεβοήθεισθε

(너희는) 도워지고 있었다

προσεβοήθουντο

(그들은) 도워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅθεν οὔτ’ εὐθὺσ οὔτ’ ἀθρόοι, κατ’ ὀλίγουσ δὲ καὶ σποράδην, ἤδη τῆσ μάχησ ἐν χερσὶν οὔσησ, προσεβοήθουν. (Plutarch, , chapter 17 5:2)

    (플루타르코스, , chapter 17 5:2)

  • ἐσώθη δὲ καὶ τῶν προσβοηθούντων καὶ μαχομένων τὸ πλῆθοσ· (Plutarch, Cleomenes, chapter 24 2:1)

    (플루타르코스, Cleomenes, chapter 24 2:1)

  • Μινδάρου δὲ καὶ Φαρναβάζου προσβοηθούντων κρατήσασ, τὸν μὲν Μίνδαρον ἀνεῖλεν ἐρρωμένωσ ἀγωνιζόμενον, ὁ δὲ Φαρνάβαζοσ ἔφυγε. (Plutarch, , chapter 28 5:2)

    (플루타르코스, , chapter 28 5:2)

  • "εἰ δέ τισ τῶν ἐκ τῆσ ἑταιρίασ αὐτῶν ἀποθάνοι, συνάγοντεσ τοὺσ πολίτασ μετὰ γυναικῶν καὶ τέκνων ἠνάγκαζον θρηνεῖν τοὺσ ἀποθανόντασ καὶ στερνοτυπεῖσθαι μετὰ βίασ καὶ βοᾶν ὀξὺ καὶ μέγα ταῖσ φωναῖσ ἐφεστηκότοσ μαστιγοφόρου τοῦ ταῦτα ποιεῖν ἀναγκάζοντοσ, ἑώσ Ἱππότησ ὁ Κνωποῦ ἀδελφὸσ μετὰ δυνάμεωσ ἐπελθὼν ταῖσ Ἐρυθραῖσ ἑορτῆσ οὔσησ τῶν Ἐρυθραίων προσβοηθούντων ἐπῆλθε τοῖσ τυράννοισ καὶ πολλοὺσ αἰκισάμενοσ τῶν περὶ αὐτοὺσ Ὀρτύγην μὲν φεύγοντα συνεκέντησε καὶ τοὺσ μετὰ τούτου, τὰσ δὲ γυναῖκασ αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα δεινῶσ αἰκισάμενοσ τὴν πατρίδα ἠλευθέρωσεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 74 1:9)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 74 1:9)

  • ἀγὼν δ’ ἦν τῷ Πελοπίδᾳ πρὸσ τὸν Λεοντίδην καὶ διαξιφισμὸσ ἐν ταῖσ θύραισ τοῦ θαλάμου στεναῖσ οὔσαισ, καὶ τοῦ Κηφισοδώρου πεπτωκότοσ ἐν μέσαισ αὐταῖσ καὶ θνήσκοντοσ, ὥστε μὴ δύνασθαι τοὺσ ἄλλουσ προσβοηθεῖν. (Plutarch, De genio Socratis, section 32 6:1)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 32 6:1)

유의어

  1. 돕다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION