헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθομολογέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθομολογέω καθομολογήσω

형태분석: κατ (접두사) + ὁμολογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 약속하다, 다짐하다, 맹세하다
  2. 약혼하다
  1. to confess or allow
  2. to promise, vow
  3. to betroth

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθομολόγω

καθομολόγεις

καθομολόγει

쌍수 καθομολόγειτον

καθομολόγειτον

복수 καθομολόγουμεν

καθομολόγειτε

καθομολόγουσιν*

접속법단수 καθομολόγω

καθομολόγῃς

καθομολόγῃ

쌍수 καθομολόγητον

καθομολόγητον

복수 καθομολόγωμεν

καθομολόγητε

καθομολόγωσιν*

기원법단수 καθομολόγοιμι

καθομολόγοις

καθομολόγοι

쌍수 καθομολόγοιτον

καθομολογοίτην

복수 καθομολόγοιμεν

καθομολόγοιτε

καθομολόγοιεν

명령법단수 καθομολο͂γει

καθομολογεῖτω

쌍수 καθομολόγειτον

καθομολογεῖτων

복수 καθομολόγειτε

καθομολογοῦντων, καθομολογεῖτωσαν

부정사 καθομολόγειν

분사 남성여성중성
καθομολογων

καθομολογουντος

καθομολογουσα

καθομολογουσης

καθομολογουν

καθομολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθομολόγουμαι

καθομολόγει, καθομολόγῃ

καθομολόγειται

쌍수 καθομολόγεισθον

καθομολόγεισθον

복수 καθομολογοῦμεθα

καθομολόγεισθε

καθομολόγουνται

접속법단수 καθομολόγωμαι

καθομολόγῃ

καθομολόγηται

쌍수 καθομολόγησθον

καθομολόγησθον

복수 καθομολογώμεθα

καθομολόγησθε

καθομολόγωνται

기원법단수 καθομολογοίμην

καθομολόγοιο

καθομολόγοιτο

쌍수 καθομολόγοισθον

καθομολογοίσθην

복수 καθομολογοίμεθα

καθομολόγοισθε

καθομολόγοιντο

명령법단수 καθομολόγου

καθομολογεῖσθω

쌍수 καθομολόγεισθον

καθομολογεῖσθων

복수 καθομολόγεισθε

καθομολογεῖσθων, καθομολογεῖσθωσαν

부정사 καθομολόγεισθαι

분사 남성여성중성
καθομολογουμενος

καθομολογουμενου

καθομολογουμενη

καθομολογουμενης

καθομολογουμενον

καθομολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθομολογήσω

καθομολογήσεις

καθομολογήσει

쌍수 καθομολογήσετον

καθομολογήσετον

복수 καθομολογήσομεν

καθομολογήσετε

καθομολογήσουσιν*

기원법단수 καθομολογήσοιμι

καθομολογήσοις

καθομολογήσοι

쌍수 καθομολογήσοιτον

καθομολογησοίτην

복수 καθομολογήσοιμεν

καθομολογήσοιτε

καθομολογήσοιεν

부정사 καθομολογήσειν

분사 남성여성중성
καθομολογησων

καθομολογησοντος

καθομολογησουσα

καθομολογησουσης

καθομολογησον

καθομολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθομολογήσομαι

καθομολογήσει, καθομολογήσῃ

καθομολογήσεται

쌍수 καθομολογήσεσθον

καθομολογήσεσθον

복수 καθομολογησόμεθα

καθομολογήσεσθε

καθομολογήσονται

기원법단수 καθομολογησοίμην

καθομολογήσοιο

καθομολογήσοιτο

쌍수 καθομολογήσοισθον

καθομολογησοίσθην

복수 καθομολογησοίμεθα

καθομολογήσοισθε

καθομολογήσοιντο

부정사 καθομολογήσεσθαι

분사 남성여성중성
καθομολογησομενος

καθομολογησομενου

καθομολογησομενη

καθομολογησομενης

καθομολογησομενον

καθομολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπειδὴ γάρ, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, τῶν ὑμετέρων πολιτῶν τινὲσ παραγενόμενοι ἀπὸ ταὐτομάτου συνεβούλευον ἡμῖν τὸ μὲν διδόμενον λαμβάνειν, περὶ δὲ τῶν ἀντιλεγομένων κρίνεσθαι, τοὺσ δὲ εἰσ Ῥόδον τόκουσ μὴ καθομολογεῖν τέωσ ἂν κριθῶμεν, ἡμεῖσ μὲν ταῦτα συνεχωροῦμεν, οὐκ ἀγνοοῦντεσ, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, τὸ ἐκ τῆσ συγγραφῆσ δίκαιον, ἀλλ’ ἡγούμενοι δεῖν ἐλαττοῦσθαί τι καὶ συγχωρεῖν ὥστε μὴ δοκεῖν φιλόδικοι εἶναι, οὗτοσ δ’ ὡσ ἑώρα ἡμᾶσ ὁμόσε πορευομένουσ, ἀναιρεῖσθε φησὶ τοίνυν τὴν συγγραφήν. (Demosthenes, Speeches 51-61, 17:1)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 17:1)

유의어

  1. to confess or allow

  2. 약속하다

  3. 약혼하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION