헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπειράομαι

α 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπειράομαι ἐκπειράσομαι ἐξεπειράθην

형태분석: ἐκ (접두사) + πειρά (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 입증하다, 증명하다, 논증하다, 시도하다, 주장하다
  1. to make trial of, prove, tempt, art thou tempting me
  2. to inquire of another

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπείρωμαι

(나는) 입증한다

ἐκπείρᾳ

(너는) 입증한다

ἐκπείρᾱται

(그는) 입증한다

쌍수 ἐκπείρᾱσθον

(너희 둘은) 입증한다

ἐκπείρᾱσθον

(그 둘은) 입증한다

복수 ἐκπειρῶμεθα

(우리는) 입증한다

ἐκπείρᾱσθε

(너희는) 입증한다

ἐκπείρωνται

(그들은) 입증한다

접속법단수 ἐκπείρωμαι

(나는) 입증하자

ἐκπείρῃ

(너는) 입증하자

ἐκπείρηται

(그는) 입증하자

쌍수 ἐκπείρησθον

(너희 둘은) 입증하자

ἐκπείρησθον

(그 둘은) 입증하자

복수 ἐκπειρώμεθα

(우리는) 입증하자

ἐκπείρησθε

(너희는) 입증하자

ἐκπείρωνται

(그들은) 입증하자

기원법단수 ἐκπειρῷμην

(나는) 입증하기를 (바라다)

ἐκπείρῳο

(너는) 입증하기를 (바라다)

ἐκπείρῳτο

(그는) 입증하기를 (바라다)

쌍수 ἐκπείρῳσθον

(너희 둘은) 입증하기를 (바라다)

ἐκπειρῷσθην

(그 둘은) 입증하기를 (바라다)

복수 ἐκπειρῷμεθα

(우리는) 입증하기를 (바라다)

ἐκπείρῳσθε

(너희는) 입증하기를 (바라다)

ἐκπείρῳντο

(그들은) 입증하기를 (바라다)

명령법단수 ἐκπείρω

(너는) 입증해라

ἐκπειρᾶσθω

(그는) 입증해라

쌍수 ἐκπείρᾱσθον

(너희 둘은) 입증해라

ἐκπειρᾶσθων

(그 둘은) 입증해라

복수 ἐκπείρᾱσθε

(너희는) 입증해라

ἐκπειρᾶσθων, ἐκπειρᾶσθωσαν

(그들은) 입증해라

부정사 ἐκπείρᾱσθαι

입증하는 것

분사 남성여성중성
ἐκπειρωμενος

ἐκπειρωμενου

ἐκπειρωμενη

ἐκπειρωμενης

ἐκπειρωμενον

ἐκπειρωμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπειράσομαι

(나는) 입증하겠다

ἐκπειράσει, ἐκπειράσῃ

(너는) 입증하겠다

ἐκπειράσεται

(그는) 입증하겠다

쌍수 ἐκπειράσεσθον

(너희 둘은) 입증하겠다

ἐκπειράσεσθον

(그 둘은) 입증하겠다

복수 ἐκπειρασόμεθα

(우리는) 입증하겠다

ἐκπειράσεσθε

(너희는) 입증하겠다

ἐκπειράσονται

(그들은) 입증하겠다

기원법단수 ἐκπειρασοίμην

(나는) 입증하겠기를 (바라다)

ἐκπειράσοιο

(너는) 입증하겠기를 (바라다)

ἐκπειράσοιτο

(그는) 입증하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκπειράσοισθον

(너희 둘은) 입증하겠기를 (바라다)

ἐκπειρασοίσθην

(그 둘은) 입증하겠기를 (바라다)

복수 ἐκπειρασοίμεθα

(우리는) 입증하겠기를 (바라다)

ἐκπειράσοισθε

(너희는) 입증하겠기를 (바라다)

ἐκπειράσοιντο

(그들은) 입증하겠기를 (바라다)

부정사 ἐκπειράσεσθαι

입증할 것

분사 남성여성중성
ἐκπειρασομενος

ἐκπειρασομενου

ἐκπειρασομενη

ἐκπειρασομενης

ἐκπειρασομενον

ἐκπειρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεπειρῶμην

(나는) 입증하고 있었다

ἐξεπείρω

(너는) 입증하고 있었다

ἐξεπείρᾱτο

(그는) 입증하고 있었다

쌍수 ἐξεπείρᾱσθον

(너희 둘은) 입증하고 있었다

ἐξεπειρᾶσθην

(그 둘은) 입증하고 있었다

복수 ἐξεπειρῶμεθα

(우리는) 입증하고 있었다

ἐξεπείρᾱσθε

(너희는) 입증하고 있었다

ἐξεπείρωντο

(그들은) 입증하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ μέντοι ἐκείνων ὧν οὐκ εἰάσ μεμνῆσθαι πρὸσ αὐτόν, οὔτε ἐμνήσθην οὔτε διελέχθην, ἐξεπειρώμην δὲ εἴτε χαλεπῶσ εἴτε ῥᾳδίωσ οἴσει γιγνομένων, καί μοι ἐδόκει οὐκ ἠρέμα ἂν ἄχθεσθαι εἰ γίγνοιτο. (Plato, Epistles, Letter 13 24:3)

    (플라톤, Epistles, Letter 13 24:3)

  • Δημοκήδησ δὲ δείσασ μή εὑ ἐκπειρῷτο Δαρεῖοσ, οὔτι ἐπιδραμὼν πάντα τὰ διδόμενα ἐδέκετο, ἀλλὰ τὰ μὲν ἑωυτοῦ κατὰ χώρην ἔφη καταλείψειν, ἵνα ὀπίσω σφέα ἀπελθὼν ἔχοι, τὴν μέντοι ὁλκάδα, τήν οἱ Δαρεῖοσ ἐπαγγέλλετο ἐσ τὴν δωρεὴν τοῖσι ἀδελφεοῖσι, δέκεσθαι ἔφη. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 135 4:2)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 135 4:2)

유의어

  1. to inquire of another

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION