- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζωρός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: zōros 고전 발음: [도:로] 신약 발음: [조로]

기본형: ζωρός ζωρόν

형태분석: ζωρ (어간) + ος (어미)

어원: ζάω

  1. 순수한, 맑은, 순, 희석하지 않은, 순결한, 단순한, 거룩한
  1. pure, sheer, more pure, to drink purer wine than common, to drink hard, be a drunkard

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ζωρός

순수한 (이)가

ζῶρον

순수한 (것)가

속격 ζωροῦ

순수한 (이)의

ζώρου

순수한 (것)의

여격 ζωρῷ

순수한 (이)에게

ζώρῳ

순수한 (것)에게

대격 ζωρόν

순수한 (이)를

ζῶρον

순수한 (것)를

호격 ζωρέ

순수한 (이)야

ζῶρον

순수한 (것)야

쌍수주/대/호 ζωρώ

순수한 (이)들이

ζώρω

순수한 (것)들이

속/여 ζωροῖν

순수한 (이)들의

ζώροιν

순수한 (것)들의

복수주격 ζωροί

순수한 (이)들이

ζῶρα

순수한 (것)들이

속격 ζωρῶν

순수한 (이)들의

ζώρων

순수한 (것)들의

여격 ζωροῖς

순수한 (이)들에게

ζώροις

순수한 (것)들에게

대격 ζωρούς

순수한 (이)들을

ζῶρα

순수한 (것)들을

호격 ζωροί

순수한 (이)들아

ζῶρα

순수한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ζωρός

ζωροῦ

순수한 (이)의

ζωρότερος

ζωροτεροῦ

더 순수한 (이)의

ζωρότατος

ζωροτατοῦ

가장 순수한 (이)의

부사 ζώρως

ζωρότερον

ζωρότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ τοῦτο μὲν καὶ ὁ ἐλλέβορος ἱκανὸς ποιῆσαι ζωρότερος ποθείς· (Lucian, 77:7)

    (루키아노스, 77:7)

  • ἀλλ ἐκεῖνον μὲν ἤδη διενοχλοῦντα ἔπαυσεν ἐς τὸ παρὸν Ἀρισταίνετος τῷ παιδὶ διανεύσας ^ εὐμεγέθη σκύφον ἀναδοῦναι αὐτῷ ζωρότερον ἐγχέαντα: (Lucian, Symposium, (no name) 14:2)

    (루키아노스, Symposium, (no name) 14:2)

  • ἀλλὰ πρεσβυτικόν τινα τοῦτον ἥδιστον βίον διάγω ζωρότερον πίνων τὸ νέκταρ, τῷ Ιἀπετῷ καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς ἡλικιώταις προσμυθολογῶν: (Lucian, Saturnalia, 7:7)

    (루키아노스, Saturnalia, 7:7)

  • οὗτος ὁ τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολὴν ἑώθεν μυρία ὅσα περὶ ἀρετῆς διεξιὼν καὶ τῶν ἡδονῇ χαιρόντων κατηγορῶν καὶ τὸ ὀλιγαρκὲς ἐπαινῶν, ἐπειδὴ λουσάμενος ἀφίκοιτο ἐπὶ τὸ δεῖπνον καὶ ὁ παῖς μεγάλην τὴν κύλικα ὀρέξειεν αὐτῷ - τῷ ζωροτέρῳ δὲ χαίρει μάλιστα - καθάπερ τὸ Λήθης ὕδωρ ἐκπιὼν ἐναντιώτατα ἐπιδείκνυται τοῖς ἑωθινοῖς ἐκείνοις λόγοις, προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα καὶ τὸν πλησίον παραγκωνιζόμενος, καρύκης τὸ γένειον ἀνάπλεως, κυνηδὸν ἐμφορούμενος, ἐπικεκυφὼς καθάπερ ἐν ταῖς λοπάσι τὴν ἀρετὴν εὑρήσειν προσδοκῶν, ἀκριβῶς τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷ ἀποσμήχων ὡς μηδὲ ὀλίγον τοῦ μυττωτοῦ καταλίποι, μεμψίμοιρος ἀεί, κἂν τὸν πλακοῦντα ὅλον ἢ τὸν σῦν μόνος τῶν ἄλλων λάβῃ,^ ὅ τι περ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος, μέθυσος καὶ πάροινος οὐκ ἄχρι ᾠδῆς καὶ ὀρχηστύος μόνον, ἀλλὰ καὶ λοιδορίας καὶ ὀργῆς. (Lucian, Timon, (no name) 53:5)

    (루키아노스, Timon, (no name) 53:5)

  • πριάμενος γὰρ φάρμακον ἀνέπεισα τὸν οἰνοχόον, ἐπειδὰν τάχιστα ὁ Πτοιόδωρος αἰτήσῃ πιεῖν, - πίνει δὲ ἐπιεικῶς ζωρότερον - ἐμβαλόντα ἐς κύλικα ἕτοιμον ἔχειν αὐτὸ καὶ ἐπιδοῦναι αὐτῷ: (Lucian, Dialogi mortuorum, 2:1)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 2:1)

  • Καρχηδόνα τὴν ἐν Λιβύῃ Φοίνικες ᾤκισαν ἔτεσι πεντήκοντα πρὸ ἁλώσεως Ἰλίου, οἰκισταὶ δ αὐτῆς ἐγένοντο Ζῶρός τε καὶ Καρχηδών, ὡς δὲ Ῥωμαῖοι καὶ αὐτοὶ Καρχηδόνιοι νομίζουσι, Διδὼ γυνὴ Τυρία, ἧς τὸν ἄνδρα κατακαίνει Πυγμαλίων Τύρου τυραννεύων, καὶ τὸ ἔργον ἐπέκρυπτεν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 1 1:1)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 1 1:1)

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION