헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζηλοτυπέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζηλοτυπέω ζηλοτυπήσω

형태분석: ζηλοτυπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 겨루다, 본받다, 필적하다, 질투하다
  1. to be jealous of, to emulate, rival
  2. to regard with jealous anger
  3. to pretend to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζηλοτύπω

(나는) 겨룬다

ζηλοτύπεις

(너는) 겨룬다

ζηλοτύπει

(그는) 겨룬다

쌍수 ζηλοτύπειτον

(너희 둘은) 겨룬다

ζηλοτύπειτον

(그 둘은) 겨룬다

복수 ζηλοτύπουμεν

(우리는) 겨룬다

ζηλοτύπειτε

(너희는) 겨룬다

ζηλοτύπουσιν*

(그들은) 겨룬다

접속법단수 ζηλοτύπω

(나는) 겨루자

ζηλοτύπῃς

(너는) 겨루자

ζηλοτύπῃ

(그는) 겨루자

쌍수 ζηλοτύπητον

(너희 둘은) 겨루자

ζηλοτύπητον

(그 둘은) 겨루자

복수 ζηλοτύπωμεν

(우리는) 겨루자

ζηλοτύπητε

(너희는) 겨루자

ζηλοτύπωσιν*

(그들은) 겨루자

기원법단수 ζηλοτύποιμι

(나는) 겨루기를 (바라다)

ζηλοτύποις

(너는) 겨루기를 (바라다)

ζηλοτύποι

(그는) 겨루기를 (바라다)

쌍수 ζηλοτύποιτον

(너희 둘은) 겨루기를 (바라다)

ζηλοτυποίτην

(그 둘은) 겨루기를 (바라다)

복수 ζηλοτύποιμεν

(우리는) 겨루기를 (바라다)

ζηλοτύποιτε

(너희는) 겨루기를 (바라다)

ζηλοτύποιεν

(그들은) 겨루기를 (바라다)

명령법단수 ζηλοτῦπει

(너는) 겨루어라

ζηλοτυπεῖτω

(그는) 겨루어라

쌍수 ζηλοτύπειτον

(너희 둘은) 겨루어라

ζηλοτυπεῖτων

(그 둘은) 겨루어라

복수 ζηλοτύπειτε

(너희는) 겨루어라

ζηλοτυποῦντων, ζηλοτυπεῖτωσαν

(그들은) 겨루어라

부정사 ζηλοτύπειν

겨루는 것

분사 남성여성중성
ζηλοτυπων

ζηλοτυπουντος

ζηλοτυπουσα

ζηλοτυπουσης

ζηλοτυπουν

ζηλοτυπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζηλοτύπουμαι

(나는) 겨뤄진다

ζηλοτύπει, ζηλοτύπῃ

(너는) 겨뤄진다

ζηλοτύπειται

(그는) 겨뤄진다

쌍수 ζηλοτύπεισθον

(너희 둘은) 겨뤄진다

ζηλοτύπεισθον

(그 둘은) 겨뤄진다

복수 ζηλοτυποῦμεθα

(우리는) 겨뤄진다

ζηλοτύπεισθε

(너희는) 겨뤄진다

ζηλοτύπουνται

(그들은) 겨뤄진다

접속법단수 ζηλοτύπωμαι

(나는) 겨뤄지자

ζηλοτύπῃ

(너는) 겨뤄지자

ζηλοτύπηται

(그는) 겨뤄지자

쌍수 ζηλοτύπησθον

(너희 둘은) 겨뤄지자

ζηλοτύπησθον

(그 둘은) 겨뤄지자

복수 ζηλοτυπώμεθα

(우리는) 겨뤄지자

ζηλοτύπησθε

(너희는) 겨뤄지자

ζηλοτύπωνται

(그들은) 겨뤄지자

기원법단수 ζηλοτυποίμην

(나는) 겨뤄지기를 (바라다)

ζηλοτύποιο

(너는) 겨뤄지기를 (바라다)

ζηλοτύποιτο

(그는) 겨뤄지기를 (바라다)

쌍수 ζηλοτύποισθον

(너희 둘은) 겨뤄지기를 (바라다)

ζηλοτυποίσθην

(그 둘은) 겨뤄지기를 (바라다)

복수 ζηλοτυποίμεθα

(우리는) 겨뤄지기를 (바라다)

ζηλοτύποισθε

(너희는) 겨뤄지기를 (바라다)

ζηλοτύποιντο

(그들은) 겨뤄지기를 (바라다)

명령법단수 ζηλοτύπου

(너는) 겨뤄져라

ζηλοτυπεῖσθω

(그는) 겨뤄져라

쌍수 ζηλοτύπεισθον

(너희 둘은) 겨뤄져라

ζηλοτυπεῖσθων

(그 둘은) 겨뤄져라

복수 ζηλοτύπεισθε

(너희는) 겨뤄져라

ζηλοτυπεῖσθων, ζηλοτυπεῖσθωσαν

(그들은) 겨뤄져라

부정사 ζηλοτύπεισθαι

겨뤄지는 것

분사 남성여성중성
ζηλοτυπουμενος

ζηλοτυπουμενου

ζηλοτυπουμενη

ζηλοτυπουμενης

ζηλοτυπουμενον

ζηλοτυπουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζηλοτυπήσω

(나는) 겨루겠다

ζηλοτυπήσεις

(너는) 겨루겠다

ζηλοτυπήσει

(그는) 겨루겠다

쌍수 ζηλοτυπήσετον

(너희 둘은) 겨루겠다

ζηλοτυπήσετον

(그 둘은) 겨루겠다

복수 ζηλοτυπήσομεν

(우리는) 겨루겠다

ζηλοτυπήσετε

(너희는) 겨루겠다

ζηλοτυπήσουσιν*

(그들은) 겨루겠다

기원법단수 ζηλοτυπήσοιμι

(나는) 겨루겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοις

(너는) 겨루겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοι

(그는) 겨루겠기를 (바라다)

쌍수 ζηλοτυπήσοιτον

(너희 둘은) 겨루겠기를 (바라다)

ζηλοτυπησοίτην

(그 둘은) 겨루겠기를 (바라다)

복수 ζηλοτυπήσοιμεν

(우리는) 겨루겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοιτε

(너희는) 겨루겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοιεν

(그들은) 겨루겠기를 (바라다)

부정사 ζηλοτυπήσειν

겨룰 것

분사 남성여성중성
ζηλοτυπησων

ζηλοτυπησοντος

ζηλοτυπησουσα

ζηλοτυπησουσης

ζηλοτυπησον

ζηλοτυπησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζηλοτυπήσομαι

(나는) 겨뤄지겠다

ζηλοτυπήσει, ζηλοτυπήσῃ

(너는) 겨뤄지겠다

ζηλοτυπήσεται

(그는) 겨뤄지겠다

쌍수 ζηλοτυπήσεσθον

(너희 둘은) 겨뤄지겠다

ζηλοτυπήσεσθον

(그 둘은) 겨뤄지겠다

복수 ζηλοτυπησόμεθα

(우리는) 겨뤄지겠다

ζηλοτυπήσεσθε

(너희는) 겨뤄지겠다

ζηλοτυπήσονται

(그들은) 겨뤄지겠다

기원법단수 ζηλοτυπησοίμην

(나는) 겨뤄지겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοιο

(너는) 겨뤄지겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοιτο

(그는) 겨뤄지겠기를 (바라다)

쌍수 ζηλοτυπήσοισθον

(너희 둘은) 겨뤄지겠기를 (바라다)

ζηλοτυπησοίσθην

(그 둘은) 겨뤄지겠기를 (바라다)

복수 ζηλοτυπησοίμεθα

(우리는) 겨뤄지겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοισθε

(너희는) 겨뤄지겠기를 (바라다)

ζηλοτυπήσοιντο

(그들은) 겨뤄지겠기를 (바라다)

부정사 ζηλοτυπήσεσθαι

겨뤄질 것

분사 남성여성중성
ζηλοτυπησομενος

ζηλοτυπησομενου

ζηλοτυπησομενη

ζηλοτυπησομενης

ζηλοτυπησομενον

ζηλοτυπησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐζηλοτῦπουν

(나는) 겨루고 있었다

ἐζηλοτῦπεις

(너는) 겨루고 있었다

ἐζηλοτῦπειν*

(그는) 겨루고 있었다

쌍수 ἐζηλοτύπειτον

(너희 둘은) 겨루고 있었다

ἐζηλοτυπεῖτην

(그 둘은) 겨루고 있었다

복수 ἐζηλοτύπουμεν

(우리는) 겨루고 있었다

ἐζηλοτύπειτε

(너희는) 겨루고 있었다

ἐζηλοτῦπουν

(그들은) 겨루고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐζηλοτυποῦμην

(나는) 겨뤄지고 있었다

ἐζηλοτύπου

(너는) 겨뤄지고 있었다

ἐζηλοτύπειτο

(그는) 겨뤄지고 있었다

쌍수 ἐζηλοτύπεισθον

(너희 둘은) 겨뤄지고 있었다

ἐζηλοτυπεῖσθην

(그 둘은) 겨뤄지고 있었다

복수 ἐζηλοτυποῦμεθα

(우리는) 겨뤄지고 있었다

ἐζηλοτύπεισθε

(너희는) 겨뤄지고 있었다

ἐζηλοτύπουντο

(그들은) 겨뤄지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἃ δὲ σὺ λέξεισ, εἴποι ἂν κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν. (Aeschines, Speeches, , section 2115)

    (아이스키네스, 연설, , section 2115)

유의어

  1. 겨루다

  2. to pretend to

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION