- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χολάω?

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: cholaō 고전 발음: [콜라오:] 신약 발음: [콜라오]

기본형: χολάω

형태분석: χολά (어간) + ω (인칭어미)

어원: χολή

  1. 화를 내다, 격분하다
  1. to be full of black bile, to be melancholy mad
  2. to be angry

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χολῶ

χολᾷς

χολᾷ

쌍수 χολᾶτον

χολᾶτον

복수 χολῶμεν

χολᾶτε

χολῶσι(ν)

접속법단수 χολῶ

χολῇς

χολῇ

쌍수 χολῆτον

χολῆτον

복수 χολῶμεν

χολῆτε

χολῶσι(ν)

기원법단수 χολῷμι

χολῷς

χολῷ

쌍수 χολῷτον

χολῴτην

복수 χολῷμεν

χολῷτε

χολῷεν

명령법단수 χόλα

χολάτω

쌍수 χολᾶτον

χολάτων

복수 χολᾶτε

χολώντων, χολάτωσαν

부정사 χολᾶν

분사 남성여성중성
χολων

χολωντος

χολωσα

χολωσης

χολων

χολωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χολῶμαι

χολᾷ

χολᾶται

쌍수 χολᾶσθον

χολᾶσθον

복수 χολώμεθα

χολᾶσθε

χολῶνται

접속법단수 χολῶμαι

χολῇ

χολῆται

쌍수 χολῆσθον

χολῆσθον

복수 χολώμεθα

χολῆσθε

χολῶνται

기원법단수 χολῴμην

χολῷο

χολῷτο

쌍수 χολῷσθον

χολῴσθην

복수 χολῴμεθα

χολῷσθε

χολῷντο

명령법단수 χολῶ

χολάσθω

쌍수 χολᾶσθον

χολάσθων

복수 χολᾶσθε

χολάσθων, χολάσθωσαν

부정사 χολᾶσθαι

분사 남성여성중성
χολωμενος

χολωμενου

χολωμενη

χολωμενης

χολωμενον

χολωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκ γὰρ ἀμπέλου Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν, καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας. ἡ σταφυλὴ αὐτῶν σταφυλὴ χολῆς, βότρυς πικρίας αὐτοῖς. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:32)

    (70인역 성경, 신명기 32:32)

  • ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις καὶ ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου. (Septuagint, Liber Proverbiorum 5:4)

    (70인역 성경, 잠언 5:4)

  • ἐπὶ τί ἡμεῖς καθήμεθα; συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς καὶ ἀπορριφῶμεν, ὅτι Θεὸς ἀπέρριψεν ἡμᾶς καὶ ἐπότισεν ἡμᾶς ὕδωρ χολῆς, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Ieremiae 8:12)

    (70인역 성경, 예레미야서 8:12)

  • διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ. ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ἀνάγκας καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ χολῆς (Septuagint, Liber Ieremiae 9:15)

    (70인역 성경, 예레미야서 9:15)

  • ἐχόρτασέ με πικρίας, ἐμέθυσέ με χολῆς. (Septuagint, Lamentationes 3:16)

    (70인역 성경, 애가 3:16)

유의어

  1. 화를 내다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION