- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χολή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: cholē 고전 발음: [콜레:] 신약 발음: [콜레]

기본형: χολή χολῆς

형태분석: χολ (어간) + η (어미)

  1. 쓸개즙, 담즙
  2. 쓸개, 담낭
  3. 쓴맛, 성, 분노, 화
  4. 혐오, 증오, 반감
  1. gall, bile
  2. (in the plural) gall bladder
  3. bitterness, wrath, anger
  4. disgust, aversion

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χολή

쓸개즙이

χολά

쓸개즙들이

χολαί

쓸개즙들이

속격 χολῆς

쓸개즙의

χολαῖν

쓸개즙들의

χολῶν

쓸개즙들의

여격 χολῇ

쓸개즙에게

χολαῖν

쓸개즙들에게

χολαῖς

쓸개즙들에게

대격 χολήν

쓸개즙을

χολά

쓸개즙들을

χολάς

쓸개즙들을

호격 χολή

쓸개즙아

χολά

쓸개즙들아

χολαί

쓸개즙들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μή τίς ἐστιν ἐν ὑμῖν ἀνὴρ ἢ γυνὴ ἢ πατριὰ ἢ φυλή, τίνος ἡ διάνοια ἐξέκλινεν ἀπὸ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν πορεύεσθαι λατρεύειν τοῖς θεοῖς τῶν ἐθνῶν ἐκείνων; μὴ τίς ἐστιν ἐν ὑμῖν ρίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ καὶ πικρίᾳ; (Septuagint, Liber Deuteronomii 29:17)

    (70인역 성경, 신명기 29:17)

  • ἐκ γὰρ ἀμπέλου Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν, καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας. ἡ σταφυλὴ αὐτῶν σταφυλὴ χολῆς, βότρυς πικρίας αὐτοῖς. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:32)

    (70인역 성경, 신명기 32:32)

  • καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος. ἀνάτεμε τὸν ἰχθὺν καὶ λαβὼν τὴν καρδίαν καὶ τὸ ἧπαρ καὶ τὴν χολὴν θὲς ἀσφαλῶς. (Septuagint, Liber Thobis 6:4)

    (70인역 성경, 토빗기 6:4)

  • καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τῷ ἀγγέλῳ. Ἀζαρία ἀδελφέ, τί ἐστιν ἡ καρδία καὶ τὸ ἧπαρ καὶ ἡ χολὴ τοῦ ἰχθύος; (Septuagint, Liber Thobis 6:7)

    (70인역 성경, 토빗기 6:7)

  • ἡ δὲ χολή, ἐγχρῖσαι ἄνθρωπον, ὃς ἔχει λευκώματα ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ ἰαθήσεται. (Septuagint, Liber Thobis 6:9)

    (70인역 성경, 토빗기 6:9)

  • καὶ οὐ μὴ δυνηθῇ βοηθῆσαι ἑαυτῷ. χολὴ ἀσπίδος ἐν γαστρὶ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iob 20:14)

    (70인역 성경, 욥기 20:14)

  • γέλωτα γοῦν οὐ μικρὸν παρέχουσι τοῖς θεωμένοις, ὁπόταν ὑπὸ τῆς τυχούσης αἰτίας ἐπιζέσῃ μὲν αὐτοῖς ἡ χολή, πελιδνοὶ δὲ τὴν χροιὰν βλέπωνται, ἰταμόν τι καὶ παράφορον δεδορκότες, καὶ ἀφροῦ, μᾶλλον δὲ ἰοῦ, μεστὸν αὐτοῖς ᾖ τὸ στόμα. (Lucian, Fugitivi, (no name) 19:8)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 19:8)

유의어

  1. 쓸개즙

  2. 쓸개

  3. 쓴맛

  4. 혐오

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION