χλιδή
First declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
χλιδή
Structure:
χλιδ
(Stem)
+
η
(Ending)
Sense
- delicacy, daintiness, luxury, effeminacy
- wantonness, insolence, arrogance
- luxuries, fine raiment, costly ornaments, luxuriant hair, pride
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "καὶ περὶ αὐτῶν δὲ τῶν Ἐφεσίων Δημόκριτοσ ὁ Ἐφέσιοσ ἐν τῷ προτέρῳ περὶ τοῦ ἐν Ἐφέσῳ Ναοῦ διηγούμενοσ περὶ τῆσ χλιδῆσ αὐτῶν καὶ ὧν ἐφόρουν βαπτῶν ἱματίων γράφει καὶ τάδε· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:70)
- "ἀπὸ μὲν Ἰταλίησ ἦλθε Σμινδυρίδησ ὁ Ἱπποκράτεοσ Συβαρίτησ, ὃσ ἐπὶ πλεῖστον δὴ χλιδῆσ εἷσ ἀνὴρ ἀφίκετο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 58 1:3)
- ἀλλ’ οὐ Σμινδυρίδησ ὁ Συβαρίτησ τοιοῦτοσ, ὦ Ἕλληνεσ, ὃσ ἐπὶ τὸν Ἀγαρίστησ τῆσ Κλεισθένουσ θυγατρὸσ ἐξορμῶν γάμον ὑπὸ χλιδῆσ καὶ τρυφῆσ χιλίουσ συνεπήγετο οἰκέτασ, ἁλιεῖσ καὶ ὀρνιθευτὰσ καὶ μαγείρουσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 10412)
- τοιγὰρ κέλευθον τήνδ’ ἄνευ τ’ ὀχημάτων χλιδῆσ τε τῆσ πάροιθεν ἐκ δόμων πάλιν ἔστειλα, παιδὸσ πατρὶ πρευμενεῖσ χοὰσ φέρουσ’, ἅπερ νεκροῖσι μειλικτήρια, βοόσ τ’ ἀφ’ ἁγνῆσ λευκὸν εὔποτον γάλα, τῆσ τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲσ μέλι, λιβάσιν ὑδρηλαῖσ παρθένου πηγῆσ μέτα, ἀκήρατόν τε μητρὸσ ἀγρίασ ἄπο ποτὸν παλαιᾶσ ἀμπέλου γάνοσ τόδε· (Aeschylus, Persians, episode 1:1)
- κἄζευξα πρῶτοσ ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα σάγμασὶν θ’, ὅπωσ θνητοῖσ μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων γένοινθ’ , ὑφ’ ἁρ́μα τ’ ἤγαγον φιληνίουσ ἵππουσ, ἄγαλμα τῆσ ὑπερπλούτου χλιδῆσ. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode 2:2)
Synonyms
-
delicacy
- τρυφή (softness, delicacy, daintiness)
- μαλακία (softness, delicacy, effeminacy)
-
wantonness
- φρύαγμα (wanton behaviour, insolence)
- λῆμα (insolence, arrogance, audacity)
- ὕβρισμα (a wanton or insolent act, an outrage)