- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαμαιπετής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: chamaipetēs 고전 발음: [카마뻬떼:] 신약 발음: [카매빼떼]

기본형: χαμαιπετής χαμαιπετές

형태분석: χαμαιπετη (어간) + ς (어미)

어원: πίπτω

  1. 얕은, 낮은, 납작한
  1. falling to the ground, that has fallen on the earth, prostrate
  2. lying on the ground
  3. on the ground
  4. along the ground
  5. falling to the ground, coming to naught
  6. grovelling, low

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 χαμαιπετής

(이)가

χαμαίπετες

(것)가

속격 χαμαιπετούς

(이)의

χαμαιπέτους

(것)의

여격 χαμαιπετεί

(이)에게

χαμαιπέτει

(것)에게

대격 χαμαιπετή

(이)를

χαμαίπετες

(것)를

호격 χαμαιπετές

(이)야

χαμαίπετες

(것)야

쌍수주/대/호 χαμαιπετεί

(이)들이

χαμαιπέτει

(것)들이

속/여 χαμαιπετοίν

(이)들의

χαμαιπέτοιν

(것)들의

복수주격 χαμαιπετείς

(이)들이

χαμαιπέτη

(것)들이

속격 χαμαιπετών

(이)들의

χαμαιπέτων

(것)들의

여격 χαμαιπετέσι(ν)

(이)들에게

χαμαιπέτεσι(ν)

(것)들에게

대격 χαμαιπετείς

(이)들을

χαμαιπέτη

(것)들을

호격 χαμαιπετείς

(이)들아

χαμαιπέτη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Καὶ ὅτε προσευχόμενος Ἔσδρας ἀνθωμολογεῖτο κλαίων χαμαιπετὴς ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ, ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ὄχλος πολὺς σφόδρα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ νεανίαι. κλαυθμὸς γὰρ ἦν μέγας ἐν τῷ πλήθει. (Septuagint, Liber Esdrae I 8:88)

    (70인역 성경, 에즈라기 8:88)

  • "ἀφεὶς δὲ αὖ τοὺς τηλικούτους καὶ τοιούτους ἄνδρας καὶ πράξεις λαμπρὰς καὶ λόγους σεμνοὺς καὶ σχῆμα εὐπρεπὲς καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ ἔπαινον καὶ προεδρίας καὶ δύναμιν καὶ ἀρχὰς καὶ τὸ ἐπὶ λόγοις εὐδοκιμεῖν καὶ τὸ ἐπὶ συνέσει εὐδαιμονίζεσθαι, χιτώνιόν τι πιναρὸν ἐνδύσῃ καὶ σχῆμα δουλοπρεπὲς ἀναλήψῃ καὶ μοχλία καὶ γλυφεῖα καὶ κοπέας καὶ κολαπτῆρας ἐν ταῖν χεροῖν ἕξεις κάτω νενευκὼς εἰς τὸ ἔργον, χαμαιπετὴς καὶ χαμαίζηλος καὶ πάντα τρόπον ταπεινός, ἀνακύπτων δὲ οὐδέποτε οὐδὲ ἀνδρῶδες οὐδὲ ἐλεύθερον οὐδὲν ἐπινοῶν, ἀλλὰ τὰ μὲν ἔργα ὅπως εὔρυθμα καὶ εὐσχήμονα ἔσται σοι προνοῶν, ὅπως δὲ αὐτὸς εὔρυθμός τε καὶ κόσμιος ἔσῃ, ἥκιστα πεφροντικώς, ἀλλ ἀτιμότερον ποιῶν σεαυτὸν λίθων. (Lucian, Somnium sive vita Luciani, (no name) 8:13)

    (루키아노스, Somnium sive vita Luciani, (no name) 8:13)

  • πρῶτον μὲν πένης ἀεί ἐστι, καὶ πολλοῦ δεῖ ἁπαλός τε καὶ καλός, οἱο῀ν οἱ πολλοὶ οἰόνται, ἀλλὰ σκληρὸς καὶ αὐχμηρὸς καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἀοίκος, χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος, ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος, τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων, ἀεὶ ἐνδείᾳ σύνοικος. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 327:3)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 327:3)

유의어

  1. falling to the ground

  2. lying on the ground

  3. on the ground

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION