헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠτειλή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὠτειλή

형태분석: ὠτειλ (어간) + η (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 휘감긴 것, 외상
  2. 상처, 흠, 타박상
  1. a wound
  2. the mark of a wound, a scar

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὠτειλή

휘감긴 것이

ὠτειλᾱ́

휘감긴 것들이

ὠτειλαί

휘감긴 것들이

속격 ὠτειλῆς

휘감긴 것의

ὠτειλαῖν

휘감긴 것들의

ὠτειλῶν

휘감긴 것들의

여격 ὠτειλῇ

휘감긴 것에게

ὠτειλαῖν

휘감긴 것들에게

ὠτειλαῖς

휘감긴 것들에게

대격 ὠτειλήν

휘감긴 것을

ὠτειλᾱ́

휘감긴 것들을

ὠτειλᾱ́ς

휘감긴 것들을

호격 ὠτειλή

휘감긴 것아

ὠτειλᾱ́

휘감긴 것들아

ὠτειλαί

휘감긴 것들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἅμα δὲ τῆσ ἐσθῆτοσ διασχών ἐξέφηνε κατὰ τῶν στέρνων ὠτειλὰσ ἀπίστουσ τὸ πλῆθοσ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 31 5:2)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 31 5:2)

  • τοὺσ μὲν γὰρ κεκτημένουσ μέτρια πάντων ἀφῃροῦντο τῶν ὄντων ἐνεχυρασμοῖσ καί πράσεσι, τοὺσ δὲ παντελῶσ ἀπόρουσ αὐτοὺσ ἀπῆγον καί τὰ σώματα καθείργνυσαν αὐτῶν, ὠτειλὰσ ἔχοντα τετρωμένων πολλὰσ καί πεπονηκότων ἐν ταῖσ ὑπὲρ τῆσ πατρίδοσ στρατείαισ, ὧν τὴν τελευταίαν ἐδέξαντο πρὸσ Σαβίνουσ, τῶν τε πλουσιωτάτων ἐπαγγειλαμένων μετριάσειν καί τῆσ βουλῆσ τὸν ἄρχοντα Μάρκον Οὐαλλέριον ἐγγυήσασθαι ψηφισαμένησ. (Plutarch, Lives, chapter 5 1:2)

    (플루타르코스, Lives, chapter 5 1:2)

  • ἀλλὰ τοῦ γε Μαρκίου πολλὰσ ὑποφαίνοντοσ ὠτειλὰσ ἀπὸ πολλῶν ἀγώνων, ἐν οἷσ ἐπρώτευσεν ἑπτακαίδεκα ἔτη συνεχῶσ στρατευόμενοσ, ἐδυσωποῦντο τὴν ἀρετὴν, καὶ λόγον ἀλλήλοισ ἐδίδοσαν ὡσ ἐκεῖνον ἀποδείξοντεσ. (Plutarch, Lives, chapter 15 1:1)

    (플루타르코스, Lives, chapter 15 1:1)

  • ἀφίκοντο γοῦν τινεσ παρ’ αὐτοῦ κατὰ πρεσβείαν πρὸσ Λυσίμαχον, οἷσ ἐκεῖνοσ ἄγων σχολὴν ἐπέδειξεν ἔν τε τοῖσ μηροῖσ καὶ τοῖσ βραχίοσιν ὠτειλὰσ βαθείασ ὀνύχων λεοντείων· (Plutarch, Demetrius, chapter 27 3:2)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 27 3:2)

  • χρὴ δὲ σαρκοῦν ἤδη τὸν ἄνθρωπον καὶ τὰσ ὠτειλὰσ ἐσ τὸ πιηρὸν ἄγειν, αἰώρῃσ, ἢ τρίψεσι μαλθακῇσι, περιόδοισι , θυμηδίῃσι, τροφῇ ποικίλῃ καὶ ξυνήθεϊ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 112)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 112)

유의어

  1. 휘감긴 것

  2. 상처

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION