Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποχρίω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑποχρίω

Structure: ὑπο (Prefix) + χρί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to smear under or upon, to paint, face under the eyes, to paint one's own, underneath

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποχρίω ὑποχρίεις ὑποχρίει
Dual ὑποχρίετον ὑποχρίετον
Plural ὑποχρίομεν ὑποχρίετε ὑποχρίουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποχρίω ὑποχρίῃς ὑποχρίῃ
Dual ὑποχρίητον ὑποχρίητον
Plural ὑποχρίωμεν ὑποχρίητε ὑποχρίωσιν*
OptativeSingular ὑποχρίοιμι ὑποχρίοις ὑποχρίοι
Dual ὑποχρίοιτον ὑποχριοίτην
Plural ὑποχρίοιμεν ὑποχρίοιτε ὑποχρίοιεν
ImperativeSingular ὑποχρίε ὑποχριέτω
Dual ὑποχρίετον ὑποχριέτων
Plural ὑποχρίετε ὑποχριόντων, ὑποχριέτωσαν
Infinitive ὑποχρίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποχριων ὑποχριοντος ὑποχριουσα ὑποχριουσης ὑποχριον ὑποχριοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποχρίομαι ὑποχρίει, ὑποχρίῃ ὑποχρίεται
Dual ὑποχρίεσθον ὑποχρίεσθον
Plural ὑποχριόμεθα ὑποχρίεσθε ὑποχρίονται
SubjunctiveSingular ὑποχρίωμαι ὑποχρίῃ ὑποχρίηται
Dual ὑποχρίησθον ὑποχρίησθον
Plural ὑποχριώμεθα ὑποχρίησθε ὑποχρίωνται
OptativeSingular ὑποχριοίμην ὑποχρίοιο ὑποχρίοιτο
Dual ὑποχρίοισθον ὑποχριοίσθην
Plural ὑποχριοίμεθα ὑποχρίοισθε ὑποχρίοιντο
ImperativeSingular ὑποχρίου ὑποχριέσθω
Dual ὑποχρίεσθον ὑποχριέσθων
Plural ὑποχρίεσθε ὑποχριέσθων, ὑποχριέσθωσαν
Infinitive ὑποχρίεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποχριομενος ὑποχριομενου ὑποχριομενη ὑποχριομενης ὑποχριομενον ὑποχριομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION