Ancient Greek-English Dictionary Language

προχρίω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προχρίω προχρίσω

Structure: προ (Prefix) + χρί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to smear before, to smear or rub with

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχρίω προχρίεις προχρίει
Dual προχρίετον προχρίετον
Plural προχρίομεν προχρίετε προχρίουσιν*
SubjunctiveSingular προχρίω προχρίῃς προχρίῃ
Dual προχρίητον προχρίητον
Plural προχρίωμεν προχρίητε προχρίωσιν*
OptativeSingular προχρίοιμι προχρίοις προχρίοι
Dual προχρίοιτον προχριοίτην
Plural προχρίοιμεν προχρίοιτε προχρίοιεν
ImperativeSingular προχρίε προχριέτω
Dual προχρίετον προχριέτων
Plural προχρίετε προχριόντων, προχριέτωσαν
Infinitive προχρίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προχριων προχριοντος προχριουσα προχριουσης προχριον προχριοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχρίομαι προχρίει, προχρίῃ προχρίεται
Dual προχρίεσθον προχρίεσθον
Plural προχριόμεθα προχρίεσθε προχρίονται
SubjunctiveSingular προχρίωμαι προχρίῃ προχρίηται
Dual προχρίησθον προχρίησθον
Plural προχριώμεθα προχρίησθε προχρίωνται
OptativeSingular προχριοίμην προχρίοιο προχρίοιτο
Dual προχρίοισθον προχριοίσθην
Plural προχριοίμεθα προχρίοισθε προχρίοιντο
ImperativeSingular προχρίου προχριέσθω
Dual προχρίεσθον προχριέσθων
Plural προχρίεσθε προχριέσθων, προχριέσθωσαν
Infinitive προχρίεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προχριομενος προχριομενου προχριομενη προχριομενης προχριομενον προχριομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to smear before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION