헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποσημαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποσημαίνω ὑποσημανῶ

형태분석: ὑπο (접두사) + σημαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to give secret signs of, to indicate or intimate
  2. to make signal

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποσημαίνω

ὑποσημαίνεις

ὑποσημαίνει

쌍수 ὑποσημαίνετον

ὑποσημαίνετον

복수 ὑποσημαίνομεν

ὑποσημαίνετε

ὑποσημαίνουσιν*

접속법단수 ὑποσημαίνω

ὑποσημαίνῃς

ὑποσημαίνῃ

쌍수 ὑποσημαίνητον

ὑποσημαίνητον

복수 ὑποσημαίνωμεν

ὑποσημαίνητε

ὑποσημαίνωσιν*

기원법단수 ὑποσημαίνοιμι

ὑποσημαίνοις

ὑποσημαίνοι

쌍수 ὑποσημαίνοιτον

ὑποσημαινοίτην

복수 ὑποσημαίνοιμεν

ὑποσημαίνοιτε

ὑποσημαίνοιεν

명령법단수 ὑποσήμαινε

ὑποσημαινέτω

쌍수 ὑποσημαίνετον

ὑποσημαινέτων

복수 ὑποσημαίνετε

ὑποσημαινόντων, ὑποσημαινέτωσαν

부정사 ὑποσημαίνειν

분사 남성여성중성
ὑποσημαινων

ὑποσημαινοντος

ὑποσημαινουσα

ὑποσημαινουσης

ὑποσημαινον

ὑποσημαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποσημαίνομαι

ὑποσημαίνει, ὑποσημαίνῃ

ὑποσημαίνεται

쌍수 ὑποσημαίνεσθον

ὑποσημαίνεσθον

복수 ὑποσημαινόμεθα

ὑποσημαίνεσθε

ὑποσημαίνονται

접속법단수 ὑποσημαίνωμαι

ὑποσημαίνῃ

ὑποσημαίνηται

쌍수 ὑποσημαίνησθον

ὑποσημαίνησθον

복수 ὑποσημαινώμεθα

ὑποσημαίνησθε

ὑποσημαίνωνται

기원법단수 ὑποσημαινοίμην

ὑποσημαίνοιο

ὑποσημαίνοιτο

쌍수 ὑποσημαίνοισθον

ὑποσημαινοίσθην

복수 ὑποσημαινοίμεθα

ὑποσημαίνοισθε

ὑποσημαίνοιντο

명령법단수 ὑποσημαίνου

ὑποσημαινέσθω

쌍수 ὑποσημαίνεσθον

ὑποσημαινέσθων

복수 ὑποσημαίνεσθε

ὑποσημαινέσθων, ὑποσημαινέσθωσαν

부정사 ὑποσημαίνεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποσημαινομενος

ὑποσημαινομενου

ὑποσημαινομενη

ὑποσημαινομενης

ὑποσημαινομενον

ὑποσημαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ ὑπερεφρόνησέ τε τῶν χρημάτων καὶ ἐκέλευε τοὺσ Λακεδαιμονίουσ θεραπεύειν δόσεσιν ἀνθ’ αὑτοῦ τοὺσ ἐν τῷ συλλόγῳ τῶν Ἀχαιῶν πιθανοὺσ τῷ πλήθει, ταῦτα δὲ ἐσ Τιμόλαον αὐτῷ λέγουσιν ὑποσημαίνεσθαι. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 51 4:2)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 51 4:2)

유의어

  1. to make signal

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION