ὑποκορίζομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑποκορίζομαι
ὑποκορίσομαι
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
κορίζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- 부르다, 소환하다, 불러내다, 초대하다
- to talk child's language
- to call by endearing names
- to call by a fair name, gloss over or palliate
- to call, by a bad name, to nickname
- to use diminutives
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ γοῦν ἐν ὡρ́ᾳ πάντεσ, ὥσ φησιν ὁ Πλάτων, ἁμηγέπη δάκνουσι τὸν ἐρωτικόν, καὶ λευκοὺσ μὲν θεῶν παῖδασ ἀνακαλῶν μέλανασ δ’ ἀνδριχοούσ, καὶ τὸν γρυπὸν βασιλικὸν καὶ τὸν σιμὸν ἐπίχαριν τὸν δ’ ὠχρὸν μελίχρουν ὑποκοριζόμενοσ ἀσπάζεται καὶ ἀγαπᾷ· (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 13 16:1)
(플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 13 16:1)
- ὁ δ’ εὐδυσώπητοσ αὖ πάλιν ἄγαν τὸ θῆλυ τῆσ ψυχῆσ καὶ τρυφερὸν ἐμφαίνει διὰ τῆσ ὄψεωσ, τὴν ὑπὸ τῶν ἀναισχύντων ὄψιν αἰσχύνην ὑποκοριζόμενοσ. (Plutarch, De vitioso pudore, section 1 8:1)
(플루타르코스, De vitioso pudore, section 1 8:1)
- καὶ τυμπάνων ἐγχαράξεισ εὐσέβειαν ὀνομάζων καὶ θεῶν λατρείαν, οὗτοσ τὰ Ῥωμαίων ἤθη τηνικαῦτα παρ’ οὐδὲν ἦλθεν ἀνατρέψαι καὶ ἀνελεῖν, τὰσ Ἀντωνίου τρυφὰσ καὶ ἀκολασίασ καὶ πανηγυρισμοὺσ ἱλαρὰ πράγματα καὶ φιλάνθρωπα χρωμένησ ἀφθόνωσ αὐτῷ δυνάμεωσ καὶ τύχησ ὑποκοριζόμενοσ Πτολεμαίῳ δὲ τί περιῆψεν ἄλλο φορβειὰν καὶ αὐλούσ, τί δὲ Νέρωνι τραγικὴν ἐπήξατο σκηνὴν καὶ προσωπεῖα· (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 12 16:1)
(플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 12 16:1)
- ἀλλ’ ἴσωσ γε οὐδὲν ἧττον ἔμελλον ἐν ἐκείνῃ τῇ πόλει παῖδασ προσδοκᾶν ἐσομένουσ, οἱο͂ν Ὅμηροσ εἴρηκεν Εὔδωρον, υἱὸν Ἑρμοῦ καὶ Πολυδώρασ, ὑποκοριζόμενοσ αὐτὸν οἶμαι κατὰ τὴν γένεσιν, παρθένιοσ, τὸν ἔτικτε χορῷ καλὴ Πολυδώρη. (Dio, Chrysostom, Orationes, 177:2)
(디오, 크리소토모스, 연설, 177:2)
- ὥστ’ οὐδ’ ὅστισ ἂν μόνον εἶπε τὴν αὐθάδειαν ὑποκοριζόμενοσ ἀνδρείαν, δόξειεν ἂν τοιοῦτοσ εἶναι, ἀλλὰ πᾶν τοὐναντίον φόβῳ τῷ περὶ τῶν ὑπαρχόντων. (Aristides, Aelius, Orationes, 11:1)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 11:1)
유의어
-
to call by endearing names
- λέγω (이야기하다)
- προσαγορεύω (부르다, 소환하다, 불러내다)
- λέγω (부르다, 소환하다, 불러내다)
- προσφθέγγομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- κλῄζω (부르다, 소환하다, 이름을 부르다)
- προσφωνέω (호명하다, 부르다)
- κέλομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- φωνέω (부르다, 이름 부르다, 불러내다)
- ἐπιλέγω (호명하다, 부르다)
- ἐξονομάζω (호명하다, 부르다)
- προσερέω (to call or name)
- προσονομάζω (주다, 부르다, 연회를 베풀다)
- προσθροέω (간청하다, 말하다, 부르다)
- κικλήσκω (부르다, 명명하다, 이름을 부르다)
- αὐδάω (부르다, 소환하다, 전해지다)
- ὀνομαίνω (부르다, 되풀이하다, 반복하다)
-
부르다
- λέγω (이야기하다)
- φωνέω (부르다, 이름 부르다, 불러내다)
- ἐξονομάζω (호명하다, 부르다)
- προσφωνέω (호명하다, 부르다)
- προσφθέγγομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- προσερέω (to call or name)
- προσαγορεύω (부르다, 소환하다, 불러내다)
- ἐπιλέγω (호명하다, 부르다)
- κλῄζω (부르다, 소환하다, 이름을 부르다)
- κέλομαι (부르다, 소환하다, 불러내다)
- λέγω (부르다, 소환하다, 불러내다)