Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπεξαντλέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑπεξαντλέω

Structure: ὑπ (Prefix) + ἐξ (Prefix) + ἀντλέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to drain out from below, exhaust

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπεξαντλῶ ὑπεξαντλεῖς ὑπεξαντλεῖ
Dual ὑπεξαντλεῖτον ὑπεξαντλεῖτον
Plural ὑπεξαντλοῦμεν ὑπεξαντλεῖτε ὑπεξαντλοῦσιν*
SubjunctiveSingular ὑπεξαντλῶ ὑπεξαντλῇς ὑπεξαντλῇ
Dual ὑπεξαντλῆτον ὑπεξαντλῆτον
Plural ὑπεξαντλῶμεν ὑπεξαντλῆτε ὑπεξαντλῶσιν*
OptativeSingular ὑπεξαντλοῖμι ὑπεξαντλοῖς ὑπεξαντλοῖ
Dual ὑπεξαντλοῖτον ὑπεξαντλοίτην
Plural ὑπεξαντλοῖμεν ὑπεξαντλοῖτε ὑπεξαντλοῖεν
ImperativeSingular ὑπεξάντλει ὑπεξαντλείτω
Dual ὑπεξαντλεῖτον ὑπεξαντλείτων
Plural ὑπεξαντλεῖτε ὑπεξαντλούντων, ὑπεξαντλείτωσαν
Infinitive ὑπεξαντλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπεξαντλων ὑπεξαντλουντος ὑπεξαντλουσα ὑπεξαντλουσης ὑπεξαντλουν ὑπεξαντλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπεξαντλοῦμαι ὑπεξαντλεῖ, ὑπεξαντλῇ ὑπεξαντλεῖται
Dual ὑπεξαντλεῖσθον ὑπεξαντλεῖσθον
Plural ὑπεξαντλούμεθα ὑπεξαντλεῖσθε ὑπεξαντλοῦνται
SubjunctiveSingular ὑπεξαντλῶμαι ὑπεξαντλῇ ὑπεξαντλῆται
Dual ὑπεξαντλῆσθον ὑπεξαντλῆσθον
Plural ὑπεξαντλώμεθα ὑπεξαντλῆσθε ὑπεξαντλῶνται
OptativeSingular ὑπεξαντλοίμην ὑπεξαντλοῖο ὑπεξαντλοῖτο
Dual ὑπεξαντλοῖσθον ὑπεξαντλοίσθην
Plural ὑπεξαντλοίμεθα ὑπεξαντλοῖσθε ὑπεξαντλοῖντο
ImperativeSingular ὑπεξαντλοῦ ὑπεξαντλείσθω
Dual ὑπεξαντλεῖσθον ὑπεξαντλείσθων
Plural ὑπεξαντλεῖσθε ὑπεξαντλείσθων, ὑπεξαντλείσθωσαν
Infinitive ὑπεξαντλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπεξαντλουμενος ὑπεξαντλουμενου ὑπεξαντλουμενη ὑπεξαντλουμενης ὑπεξαντλουμενον ὑπεξαντλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κακῶν γὰρ ἄρτι κῦμ’ ὑπεξαντλῶν φρενί, πρύμνηθεν αἴρει μ’ ἄλλο σῶν λόγων ὕπο, οὓσ ἐκβαλοῦσα τῶν παρεστώτων κακῶν μετῆλθεσ ἄλλων πημάτων κακὰσ ὁδούσ. (Euripides, Ion, episode, lyric 3:3)

Synonyms

  1. to drain out from below

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION