헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπαναλίσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπαναλίσκω ὑπανάλωσα

형태분석: ὑπ (접두사) + ἀναλίσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쇠퇴하다, 시들다, 무너지다
  1. to waste away, spend or consume gradually

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπαναλίσκω

(나는) 쇠퇴한다

ὑπαναλίσκεις

(너는) 쇠퇴한다

ὑπαναλίσκει

(그는) 쇠퇴한다

쌍수 ὑπαναλίσκετον

(너희 둘은) 쇠퇴한다

ὑπαναλίσκετον

(그 둘은) 쇠퇴한다

복수 ὑπαναλίσκομεν

(우리는) 쇠퇴한다

ὑπαναλίσκετε

(너희는) 쇠퇴한다

ὑπαναλίσκουσιν*

(그들은) 쇠퇴한다

접속법단수 ὑπαναλίσκω

(나는) 쇠퇴하자

ὑπαναλίσκῃς

(너는) 쇠퇴하자

ὑπαναλίσκῃ

(그는) 쇠퇴하자

쌍수 ὑπαναλίσκητον

(너희 둘은) 쇠퇴하자

ὑπαναλίσκητον

(그 둘은) 쇠퇴하자

복수 ὑπαναλίσκωμεν

(우리는) 쇠퇴하자

ὑπαναλίσκητε

(너희는) 쇠퇴하자

ὑπαναλίσκωσιν*

(그들은) 쇠퇴하자

기원법단수 ὑπαναλίσκοιμι

(나는) 쇠퇴하기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοις

(너는) 쇠퇴하기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοι

(그는) 쇠퇴하기를 (바라다)

쌍수 ὑπαναλίσκοιτον

(너희 둘은) 쇠퇴하기를 (바라다)

ὑπαναλισκοίτην

(그 둘은) 쇠퇴하기를 (바라다)

복수 ὑπαναλίσκοιμεν

(우리는) 쇠퇴하기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοιτε

(너희는) 쇠퇴하기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοιεν

(그들은) 쇠퇴하기를 (바라다)

명령법단수 ὑπανάλισκε

(너는) 쇠퇴해라

ὑπαναλισκέτω

(그는) 쇠퇴해라

쌍수 ὑπαναλίσκετον

(너희 둘은) 쇠퇴해라

ὑπαναλισκέτων

(그 둘은) 쇠퇴해라

복수 ὑπαναλίσκετε

(너희는) 쇠퇴해라

ὑπαναλισκόντων, ὑπαναλισκέτωσαν

(그들은) 쇠퇴해라

부정사 ὑπαναλίσκειν

쇠퇴하는 것

분사 남성여성중성
ὑπαναλισκων

ὑπαναλισκοντος

ὑπαναλισκουσα

ὑπαναλισκουσης

ὑπαναλισκον

ὑπαναλισκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπαναλίσκομαι

(나는) 쇠퇴된다

ὑπαναλίσκει, ὑπαναλίσκῃ

(너는) 쇠퇴된다

ὑπαναλίσκεται

(그는) 쇠퇴된다

쌍수 ὑπαναλίσκεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴된다

ὑπαναλίσκεσθον

(그 둘은) 쇠퇴된다

복수 ὑπαναλισκόμεθα

(우리는) 쇠퇴된다

ὑπαναλίσκεσθε

(너희는) 쇠퇴된다

ὑπαναλίσκονται

(그들은) 쇠퇴된다

접속법단수 ὑπαναλίσκωμαι

(나는) 쇠퇴되자

ὑπαναλίσκῃ

(너는) 쇠퇴되자

ὑπαναλίσκηται

(그는) 쇠퇴되자

쌍수 ὑπαναλίσκησθον

(너희 둘은) 쇠퇴되자

ὑπαναλίσκησθον

(그 둘은) 쇠퇴되자

복수 ὑπαναλισκώμεθα

(우리는) 쇠퇴되자

ὑπαναλίσκησθε

(너희는) 쇠퇴되자

ὑπαναλίσκωνται

(그들은) 쇠퇴되자

기원법단수 ὑπαναλισκοίμην

(나는) 쇠퇴되기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοιο

(너는) 쇠퇴되기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοιτο

(그는) 쇠퇴되기를 (바라다)

쌍수 ὑπαναλίσκοισθον

(너희 둘은) 쇠퇴되기를 (바라다)

ὑπαναλισκοίσθην

(그 둘은) 쇠퇴되기를 (바라다)

복수 ὑπαναλισκοίμεθα

(우리는) 쇠퇴되기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοισθε

(너희는) 쇠퇴되기를 (바라다)

ὑπαναλίσκοιντο

(그들은) 쇠퇴되기를 (바라다)

명령법단수 ὑπαναλίσκου

(너는) 쇠퇴되어라

ὑπαναλισκέσθω

(그는) 쇠퇴되어라

쌍수 ὑπαναλίσκεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴되어라

ὑπαναλισκέσθων

(그 둘은) 쇠퇴되어라

복수 ὑπαναλίσκεσθε

(너희는) 쇠퇴되어라

ὑπαναλισκέσθων, ὑπαναλισκέσθωσαν

(그들은) 쇠퇴되어라

부정사 ὑπαναλίσκεσθαι

쇠퇴되는 것

분사 남성여성중성
ὑπαναλισκομενος

ὑπαναλισκομενου

ὑπαναλισκομενη

ὑπαναλισκομενης

ὑπαναλισκομενον

ὑπαναλισκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπήναλισκον

(나는) 쇠퇴하고 있었다

ὑπήναλισκες

(너는) 쇠퇴하고 있었다

ὑπήναλισκεν*

(그는) 쇠퇴하고 있었다

쌍수 ὑπηνᾶλισκετον

(너희 둘은) 쇠퇴하고 있었다

ὑπηνάλισκετην

(그 둘은) 쇠퇴하고 있었다

복수 ὑπηνᾶλισκομεν

(우리는) 쇠퇴하고 있었다

ὑπηνᾶλισκετε

(너희는) 쇠퇴하고 있었다

ὑπήναλισκον

(그들은) 쇠퇴하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπηνάλισκομην

(나는) 쇠퇴되고 있었다

ὑπηνᾶλισκου

(너는) 쇠퇴되고 있었다

ὑπηνᾶλισκετο

(그는) 쇠퇴되고 있었다

쌍수 ὑπηνᾶλισκεσθον

(너희 둘은) 쇠퇴되고 있었다

ὑπηνάλισκεσθην

(그 둘은) 쇠퇴되고 있었다

복수 ὑπηνάλισκομεθα

(우리는) 쇠퇴되고 있었다

ὑπηνᾶλισκεσθε

(너희는) 쇠퇴되고 있었다

ὑπηνᾶλισκοντο

(그들은) 쇠퇴되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 쇠퇴하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION