Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑφορμέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ὑφορμέω ὑφορμήσω

Structure: ὑπ (Prefix) + ὁρμέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to lie secretly at anchor

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑφορμῶ ὑφορμεῖς ὑφορμεῖ
Dual ὑφορμεῖτον ὑφορμεῖτον
Plural ὑφορμοῦμεν ὑφορμεῖτε ὑφορμοῦσιν*
SubjunctiveSingular ὑφορμῶ ὑφορμῇς ὑφορμῇ
Dual ὑφορμῆτον ὑφορμῆτον
Plural ὑφορμῶμεν ὑφορμῆτε ὑφορμῶσιν*
OptativeSingular ὑφορμοῖμι ὑφορμοῖς ὑφορμοῖ
Dual ὑφορμοῖτον ὑφορμοίτην
Plural ὑφορμοῖμεν ὑφορμοῖτε ὑφορμοῖεν
ImperativeSingular ὑφόρμει ὑφορμείτω
Dual ὑφορμεῖτον ὑφορμείτων
Plural ὑφορμεῖτε ὑφορμούντων, ὑφορμείτωσαν
Infinitive ὑφορμεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑφορμων ὑφορμουντος ὑφορμουσα ὑφορμουσης ὑφορμουν ὑφορμουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑφορμοῦμαι ὑφορμεῖ, ὑφορμῇ ὑφορμεῖται
Dual ὑφορμεῖσθον ὑφορμεῖσθον
Plural ὑφορμούμεθα ὑφορμεῖσθε ὑφορμοῦνται
SubjunctiveSingular ὑφορμῶμαι ὑφορμῇ ὑφορμῆται
Dual ὑφορμῆσθον ὑφορμῆσθον
Plural ὑφορμώμεθα ὑφορμῆσθε ὑφορμῶνται
OptativeSingular ὑφορμοίμην ὑφορμοῖο ὑφορμοῖτο
Dual ὑφορμοῖσθον ὑφορμοίσθην
Plural ὑφορμοίμεθα ὑφορμοῖσθε ὑφορμοῖντο
ImperativeSingular ὑφορμοῦ ὑφορμείσθω
Dual ὑφορμεῖσθον ὑφορμείσθων
Plural ὑφορμεῖσθε ὑφορμείσθων, ὑφορμείσθωσαν
Infinitive ὑφορμεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑφορμουμενος ὑφορμουμενου ὑφορμουμενη ὑφορμουμενης ὑφορμουμενον ὑφορμουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to lie secretly at anchor

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION