- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρώγλη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: trōglē 고전 발음: [로:레:] 신약 발음: []

기본형: τρώγλη τρώγλης

형태분석: τρωγλ (어간) + η (어미)

어원: τρώγω

  1. 구멍, 골, 굳
  1. hole, hollow

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τρώγλη

구멍이

τρώγλα

구멍들이

τρῶγλαι

구멍들이

속격 τρώγλης

구멍의

τρώγλαιν

구멍들의

τρωγλῶν

구멍들의

여격 τρώγλῃ

구멍에게

τρώγλαιν

구멍들에게

τρώγλαις

구멍들에게

대격 τρώγλην

구멍을

τρώγλα

구멍들을

τρώγλας

구멍들을

호격 τρώγλη

구멍아

τρώγλα

구멍들아

τρῶγλαι

구멍들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὧν ὁ μὲν εἷς,Ἕρμων, μεγάλην ἐνεδείξατο τέχνην, καὶ διέδυ ῥαφίδος τρῆμα, λίνον κατέχων Δημᾶς δ ἐκ τρώγλης βαίνων ἐς ἀράχνιον ἔστη, ἡ δ ἀράχνη νήθουσ1 αὐτὸν ἀπεκρέμασεν. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1102)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1102)

  • εἰ δ ἐγὼ καὶ σὺ ἦμεν, εὐθὺς ἂν καταφιλοσοφήσαντες ὅτι "τοὺς ἀδικοῦντας δεῖ τοῖς ἴσοις ἀμύνεσθαι" καὶ προσθέντες ὅτι "ὄφελος ἔσομαι πολλοῖς ἀνθρώποις σωθείς, ἀποθανὼν δ οὐδενί", εἰ [γ]ἄρ ἔδει διὰ τρώγλης ἐκδύντας, ἐξήλθομεν ἄν. (Epictetus, Works, book 4, 167:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 167:1)

유의어

  1. 구멍

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION