Ancient Greek-English Dictionary Language

τραχύνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τραχύνω

Structure: τραχύν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: traxu/s

Sense

  1. to make rough, rugged, uneven, to become rough, rough harsh
  2. call them rough
  3. to be exasperated
  4. to be rough

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραχύνω τραχύνεις τραχύνει
Dual τραχύνετον τραχύνετον
Plural τραχύνομεν τραχύνετε τραχύνουσιν*
SubjunctiveSingular τραχύνω τραχύνῃς τραχύνῃ
Dual τραχύνητον τραχύνητον
Plural τραχύνωμεν τραχύνητε τραχύνωσιν*
OptativeSingular τραχύνοιμι τραχύνοις τραχύνοι
Dual τραχύνοιτον τραχυνοίτην
Plural τραχύνοιμεν τραχύνοιτε τραχύνοιεν
ImperativeSingular τράχυνε τραχυνέτω
Dual τραχύνετον τραχυνέτων
Plural τραχύνετε τραχυνόντων, τραχυνέτωσαν
Infinitive τραχύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τραχυνων τραχυνοντος τραχυνουσα τραχυνουσης τραχυνον τραχυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τραχύνομαι τραχύνει, τραχύνῃ τραχύνεται
Dual τραχύνεσθον τραχύνεσθον
Plural τραχυνόμεθα τραχύνεσθε τραχύνονται
SubjunctiveSingular τραχύνωμαι τραχύνῃ τραχύνηται
Dual τραχύνησθον τραχύνησθον
Plural τραχυνώμεθα τραχύνησθε τραχύνωνται
OptativeSingular τραχυνοίμην τραχύνοιο τραχύνοιτο
Dual τραχύνοισθον τραχυνοίσθην
Plural τραχυνοίμεθα τραχύνοισθε τραχύνοιντο
ImperativeSingular τραχύνου τραχυνέσθω
Dual τραχύνεσθον τραχυνέσθων
Plural τραχύνεσθε τραχυνέσθων, τραχυνέσθωσαν
Infinitive τραχύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τραχυνομενος τραχυνομενου τραχυνομενη τραχυνομενης τραχυνομενον τραχυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κατὰ δὲ τὴν πλήρωσιν τοῦ Νείλου, τῶν σκοπέλων κατακλυζομένων καὶ παντὸσ τοῦ τραχύνοντοσ τόπου τῷ πλήθει τοῦ ῥεύματοσ καλυπτομένου, καταπλέουσι μέν τινεσ κατὰ τοῦ καταράκτου λαμβάνοντεσ ἐναντίουσ τοὺσ ἀνέμουσ, ἀναπλεῦσαι δὲ οὐδεὶσ δύναται, νικώσησ τῆσ τοῦ ποταμοῦ βίασ πᾶσαν ἐπίνοιαν ἀνθρωπίνην. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 32 10:1)

Synonyms

  1. to be exasperated

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION