헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τομάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τομάω

형태분석: τομά (어간) + ω (인칭어미)

어원: tomh/

  1. to need cutting, that needs the knife

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τομῶ

τομᾷς

τομᾷ

쌍수 τομᾶτον

τομᾶτον

복수 τομῶμεν

τομᾶτε

τομῶσιν*

접속법단수 τομῶ

τομῇς

τομῇ

쌍수 τομῆτον

τομῆτον

복수 τομῶμεν

τομῆτε

τομῶσιν*

기원법단수 τομῷμι

τομῷς

τομῷ

쌍수 τομῷτον

τομῴτην

복수 τομῷμεν

τομῷτε

τομῷεν

명령법단수 τόμᾱ

τομᾱ́τω

쌍수 τομᾶτον

τομᾱ́των

복수 τομᾶτε

τομώντων, τομᾱ́τωσαν

부정사 τομᾶν

분사 남성여성중성
τομων

τομωντος

τομωσα

τομωσης

τομων

τομωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τομῶμαι

τομᾷ

τομᾶται

쌍수 τομᾶσθον

τομᾶσθον

복수 τομώμεθα

τομᾶσθε

τομῶνται

접속법단수 τομῶμαι

τομῇ

τομῆται

쌍수 τομῆσθον

τομῆσθον

복수 τομώμεθα

τομῆσθε

τομῶνται

기원법단수 τομῴμην

τομῷο

τομῷτο

쌍수 τομῷσθον

τομῴσθην

복수 τομῴμεθα

τομῷσθε

τομῷντο

명령법단수 τομῶ

τομᾱ́σθω

쌍수 τομᾶσθον

τομᾱ́σθων

복수 τομᾶσθε

τομᾱ́σθων, τομᾱ́σθωσαν

부정사 τομᾶσθαι

분사 남성여성중성
τομωμενος

τομωμενου

τομωμενη

τομωμενης

τομωμενον

τομωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸσ τῆσ τομῆσ ἔφθακε, φωνὴ τῆσ τρυγόνοσ ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν, (Septuagint, Canticum Canticorum 2:12)

    (70인역 성경, 아가 2:12)

  • ἐπεὶ καὶ τῆσ τομῆσ ἄλλην αἰτίην ἤκουσα πολλὸν πιστοτέρην. (Lucian, De Syria dea, (no name) 15:11)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 15:11)

  • Κομβάβου μέν μοι τοσάδε εἰρήσθω, Γάλλων δὲ αὖτισ ἐγὼ λόγῳ ὑστέρῳ μεμνήσομαι, τομῆσ τε αὐτέων, ὅκωσ τάμνονται, καὶ ταφῆσ ὁκοίην θάπτονται, καὶ ὅτευ εἵνεκα ἐσ τὸ ἱρὸν οὐκ ἐσέρχονται· (Lucian, De Syria dea, (no name) 27:10)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 27:10)

  • οὐδὲν γὰρ ἁπλῶσ Λυσίασ παραλείπει τῶν στοιχείων, ἐξ ὧν οἱ λόγοι, οὐ τὰ πρόσωπα, οὐ τὰ πράγματα, οὐκ αὐτὰσ τὰσ πράξεισ, οὐ τρόπουσ τε καὶ αἰτίασ αὐτῶν, οὐ καιρούσ, οὐ χρόνουσ, οὐ τόπουσ, οὐ τὰσ ἑκάστου τούτων διαφορὰσ ἄχρι τῆσ εἰσ ἐλάχιστον τομῆσ, ἀλλ’ ἐξ ἁπάσησ θεωρίασ καὶ παντὸσ μερισμοῦ τὰσ οἰκείασ ἀφορμὰσ ἐκλέγει. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 15 1:3)

    (디오니시오스, chapter 15 1:3)

  • ἐμοὶ γοῦν πολὺ ἀσφαλέστερον σκυτοτομεῖν ἐπικεκυφότα ἢ πίνειν ἀπὸ χρυσῆσ φιάλησ κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῖσαν φιλοτησίαν ὁ γοῦν κίνδυνοσ ἐμοὶ μέν, εἰ παρολίσθοι τὸ σμιλίον καὶ ἁμάρτοι τῆσ τομῆσ τῆσ ἐπ’ εὐθύ, ὀλίγον τι αἱμάξαι τοὺσ δακτύλουσ ἐντεμόντα· (Lucian, Gallus, (no name) 26:2)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 26:2)

유의어

  1. to need cutting

    • γλύφω (조각하다, 새기다, 두드러지게 하다)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION