Ancient Greek-English Dictionary Language

τομάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τομάω

Structure: τομά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: tomh/

Sense

  1. to need cutting, that needs the knife

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τομῶ τομᾷς τομᾷ
Dual τομᾶτον τομᾶτον
Plural τομῶμεν τομᾶτε τομῶσιν*
SubjunctiveSingular τομῶ τομῇς τομῇ
Dual τομῆτον τομῆτον
Plural τομῶμεν τομῆτε τομῶσιν*
OptativeSingular τομῷμι τομῷς τομῷ
Dual τομῷτον τομῴτην
Plural τομῷμεν τομῷτε τομῷεν
ImperativeSingular τόμᾱ τομᾱ́τω
Dual τομᾶτον τομᾱ́των
Plural τομᾶτε τομώντων, τομᾱ́τωσαν
Infinitive τομᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
τομων τομωντος τομωσα τομωσης τομων τομωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τομῶμαι τομᾷ τομᾶται
Dual τομᾶσθον τομᾶσθον
Plural τομώμεθα τομᾶσθε τομῶνται
SubjunctiveSingular τομῶμαι τομῇ τομῆται
Dual τομῆσθον τομῆσθον
Plural τομώμεθα τομῆσθε τομῶνται
OptativeSingular τομῴμην τομῷο τομῷτο
Dual τομῷσθον τομῴσθην
Plural τομῴμεθα τομῷσθε τομῷντο
ImperativeSingular τομῶ τομᾱ́σθω
Dual τομᾶσθον τομᾱ́σθων
Plural τομᾶσθε τομᾱ́σθων, τομᾱ́σθωσαν
Infinitive τομᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τομωμενος τομωμενου τομωμενη τομωμενης τομωμενον τομωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to need cutting

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION