Ancient Greek-English Dictionary Language

ταλαιπωρέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ταλαιπωρέω

Structure: ταλαιπωρέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from talai/pwros

Sense

  1. to go through hard labour, to suffer hardship or distress
  2. to weary, wear out, to be worn out, be sore distressed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταλαιπώρω ταλαιπώρεις ταλαιπώρει
Dual ταλαιπώρειτον ταλαιπώρειτον
Plural ταλαιπώρουμεν ταλαιπώρειτε ταλαιπώρουσιν*
SubjunctiveSingular ταλαιπώρω ταλαιπώρῃς ταλαιπώρῃ
Dual ταλαιπώρητον ταλαιπώρητον
Plural ταλαιπώρωμεν ταλαιπώρητε ταλαιπώρωσιν*
OptativeSingular ταλαιπώροιμι ταλαιπώροις ταλαιπώροι
Dual ταλαιπώροιτον ταλαιπωροίτην
Plural ταλαιπώροιμεν ταλαιπώροιτε ταλαιπώροιεν
ImperativeSingular ταλαιπῶρει ταλαιπωρεῖτω
Dual ταλαιπώρειτον ταλαιπωρεῖτων
Plural ταλαιπώρειτε ταλαιπωροῦντων, ταλαιπωρεῖτωσαν
Infinitive ταλαιπώρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ταλαιπωρων ταλαιπωρουντος ταλαιπωρουσα ταλαιπωρουσης ταλαιπωρουν ταλαιπωρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταλαιπώρουμαι ταλαιπώρει, ταλαιπώρῃ ταλαιπώρειται
Dual ταλαιπώρεισθον ταλαιπώρεισθον
Plural ταλαιπωροῦμεθα ταλαιπώρεισθε ταλαιπώρουνται
SubjunctiveSingular ταλαιπώρωμαι ταλαιπώρῃ ταλαιπώρηται
Dual ταλαιπώρησθον ταλαιπώρησθον
Plural ταλαιπωρώμεθα ταλαιπώρησθε ταλαιπώρωνται
OptativeSingular ταλαιπωροίμην ταλαιπώροιο ταλαιπώροιτο
Dual ταλαιπώροισθον ταλαιπωροίσθην
Plural ταλαιπωροίμεθα ταλαιπώροισθε ταλαιπώροιντο
ImperativeSingular ταλαιπώρου ταλαιπωρεῖσθω
Dual ταλαιπώρεισθον ταλαιπωρεῖσθων
Plural ταλαιπώρεισθε ταλαιπωρεῖσθων, ταλαιπωρεῖσθωσαν
Infinitive ταλαιπώρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ταλαιπωρουμενος ταλαιπωρουμενου ταλαιπωρουμενη ταλαιπωρουμενης ταλαιπωρουμενον ταλαιπωρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • προχωρούσησ δὲ τῆσ ἡμέρασ ὑπὸ μήκουσ τῆσ ὁδοῦ, εἰ ὁδοιποροῦντεσ ἔτι ἐγκαταληφθεῖεν, ἐνταῦθα ἂν ἐταλαιπώρουν πρὸσ τοῦ καύματόσ τε καὶ ἅμα δίψει ἀπαύστῳ συνεχόμενοι. (Arrian, Anabasis, book 6, chapter 24 6:2)
  • οἱ δέ σφισιν ἐπὶ τῶν νεῶν μάλιστα ἐταλαιπώρουν ἅτε τοῦ κόλπου τοῦ Λαμιακοῦ τέλματοσ πρὸσ ταῖσ Θερμοπύλαισ ὄντοσ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 4 5:2)
  • Ἐπιδαυρίων δὲ οἱ περὶ τὸ ἱερὸν μάλιστα ἐταλαιπώρουν, ὅτι μήτε αἱ γυναῖκεσ ἐν σκέπῃ σφίσιν ἔτικτον καὶ ἡ τελευτὴ τοῖσ κάμνουσιν ὑπαίθριοσ ἐγίνετο· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 27 9:5)

Synonyms

  1. to go through hard labour

  2. to weary

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION