헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συσκοπέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συσκοπέω συσκέψομαι

형태분석: συ (접두사) + σκοπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to contemplate along with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκόπω

συσκόπεις

συσκόπει

쌍수 συσκόπειτον

συσκόπειτον

복수 συσκόπουμεν

συσκόπειτε

συσκόπουσιν*

접속법단수 συσκόπω

συσκόπῃς

συσκόπῃ

쌍수 συσκόπητον

συσκόπητον

복수 συσκόπωμεν

συσκόπητε

συσκόπωσιν*

기원법단수 συσκόποιμι

συσκόποις

συσκόποι

쌍수 συσκόποιτον

συσκοποίτην

복수 συσκόποιμεν

συσκόποιτε

συσκόποιεν

명령법단수 συσκο͂πει

συσκοπεῖτω

쌍수 συσκόπειτον

συσκοπεῖτων

복수 συσκόπειτε

συσκοποῦντων, συσκοπεῖτωσαν

부정사 συσκόπειν

분사 남성여성중성
συσκοπων

συσκοπουντος

συσκοπουσα

συσκοπουσης

συσκοπουν

συσκοπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσκόπουμαι

συσκόπει, συσκόπῃ

συσκόπειται

쌍수 συσκόπεισθον

συσκόπεισθον

복수 συσκοποῦμεθα

συσκόπεισθε

συσκόπουνται

접속법단수 συσκόπωμαι

συσκόπῃ

συσκόπηται

쌍수 συσκόπησθον

συσκόπησθον

복수 συσκοπώμεθα

συσκόπησθε

συσκόπωνται

기원법단수 συσκοποίμην

συσκόποιο

συσκόποιτο

쌍수 συσκόποισθον

συσκοποίσθην

복수 συσκοποίμεθα

συσκόποισθε

συσκόποιντο

명령법단수 συσκόπου

συσκοπεῖσθω

쌍수 συσκόπεισθον

συσκοπεῖσθων

복수 συσκόπεισθε

συσκοπεῖσθων, συσκοπεῖσθωσαν

부정사 συσκόπεισθαι

분사 남성여성중성
συσκοπουμενος

συσκοπουμενου

συσκοπουμενη

συσκοπουμενης

συσκοπουμενον

συσκοπουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to contemplate along with or together

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION