- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντιμάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: syntimaō 고전 발음: [쉰띠마오:] 신약 발음: [쉰띠마오]

기본형: συντιμάω συντιμήσω

형태분석: συν (접두사) + τιμά (어간) + ω (인칭어미)

  1. to honour together or alike
  2. to estimate together, they fixed this as the estimate of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντιμῶ

συντιμᾷς

συντιμᾷ

쌍수 συντιμᾶτον

συντιμᾶτον

복수 συντιμῶμεν

συντιμᾶτε

συντιμῶσι(ν)

접속법단수 συντιμῶ

συντιμῇς

συντιμῇ

쌍수 συντιμῆτον

συντιμῆτον

복수 συντιμῶμεν

συντιμῆτε

συντιμῶσι(ν)

기원법단수 συντιμῷμι

συντιμῷς

συντιμῷ

쌍수 συντιμῷτον

συντιμῴτην

복수 συντιμῷμεν

συντιμῷτε

συντιμῷεν

명령법단수 συντίμα

συντιμάτω

쌍수 συντιμᾶτον

συντιμάτων

복수 συντιμᾶτε

συντιμώντων, συντιμάτωσαν

부정사 συντιμᾶν

분사 남성여성중성
συντιμων

συντιμωντος

συντιμωσα

συντιμωσης

συντιμων

συντιμωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντιμῶμαι

συντιμᾷ

συντιμᾶται

쌍수 συντιμᾶσθον

συντιμᾶσθον

복수 συντιμώμεθα

συντιμᾶσθε

συντιμῶνται

접속법단수 συντιμῶμαι

συντιμῇ

συντιμῆται

쌍수 συντιμῆσθον

συντιμῆσθον

복수 συντιμώμεθα

συντιμῆσθε

συντιμῶνται

기원법단수 συντιμῴμην

συντιμῷο

συντιμῷτο

쌍수 συντιμῷσθον

συντιμῴσθην

복수 συντιμῴμεθα

συντιμῷσθε

συντιμῷντο

명령법단수 συντιμῶ

συντιμάσθω

쌍수 συντιμᾶσθον

συντιμάσθων

복수 συντιμᾶσθε

συντιμάσθων, συντιμάσθωσαν

부정사 συντιμᾶσθαι

분사 남성여성중성
συντιμωμενος

συντιμωμενου

συντιμωμενη

συντιμωμενης

συντιμωμενον

συντιμωμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION